Τoυ Δημήτρη Γαβαλάκη, γενικού γραμματέα Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών
ΈΝΑ ΤΡΙΜΗΝΟ ήταν αρκετό για να πάρει σάρκα και οστά η πρόθεση της πολιτείας να αναγνωρίσει τον ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης στην αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών, οι οικονομικές συνέπειες των οποίων αυξάνονται ραγδαία λόγω της κλιματικής αλλαγής.
ΛΙΓΟΥΣ μήνες πριν, τον Ιανουάριο του 2023, ο ΟΟΣΑ στην, για άλλους λόγους, πολυσυζητημένη έκθεσή του είχε προειδοποιήσει, με εκτενή αναφορά, για το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία λόγω της κλιματικής αλλαγής σε συνδυασμό με την εξαιρετικά χαμηλή διείσδυση της ιδιωτικής ασφάλισης και άρα της ανάληψης εκ μέρους της μέρους των οικονομικών συνεπειών. Τα τραγικά γεγονότα των εκτεταμένων πυρκαγιών του καλοκαιριού και ιδιαίτερα το καταστροφικό πέρασμα της κακοκαιρίας «Daniel» δυστυχώς δικαίωσαν πολύ σύντομα τον ΟΟΣΑ και «επέβαλαν» στην κυβέρνηση την άμεση ανακοίνωση δεύτερης νομοθετικής παρέμβασης, αυτή τη φορά για τις επιχειρήσεις, μετά την ψήφιση του νόμου για έκπτωση 10% στον ΕΝΦΙΑ στις ασφαλισμένες, από φυσικές καταστροφές, οικίες.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ότι όταν τον Μάιο του 2019, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το Επαγγελματικό Επιμελητήριο της
Αθήνας και ο υπογράφων είχαμε υποβάλει δημόσια τη σχετική πρόταση, στο πλαίσιο Επιμελητηριακής Συνδιάσκεψης, είχαμε στη σκέψη μας μια πιο τολμηρή παρέμβαση. Ήδη τα πρώτα δείγματα της αγοράς δείχνουν κινητικότητα εκ μέρους των πολιτών αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για την προσδοκώμενη αντίδραση, όταν το μέγεθος του προβλήματος μας καλεί για πιο δραστικές παρεμβάσεις.
Αυτό προφανώς γίνεται αντιληπτό από την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, γι’ αυτό σε πρόσφατη συνέντευξή του συμμερίστηκε τον προβληματισμό για αναγκαία μείωση του φόρου, ο οποίος επιβαρύνει τα ασφάλιστρα περιουσίας.
ΣΕ ΑΥΤΟ το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι ήδη αποτυπώνεται η συνεισφορά της ασφαλιστικής βιομηχανίας στις πρόσφατες πυρκαγιές και στον «Daniel», με την πρώτη εκτίμηση των αποζημιώσεων να ξεπερνά τα 420 εκατομμύρια ευρώ.
Πέρα από τις απαραίτητες παρεμβάσεις για την προστασία των κατοικιών, σε αναμονή, μετά τις δημόσιες ανακοινώσεις, είναι και οι επιχειρήσεις για την εφαρμογή του μέτρου της υποχρεωτικής ασφάλισης όσων εξ αυτών έχουν τζίρο άνω των 2 εκατομμυρίων.
Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ρύθμιση προβλέπει, με βάση τις ανακοινώσεις, την εξαίρεση των συγκεκριμένων επιχειρήσεων από την κρατική αρωγή. Η αγορά γνωρίζει ότι σημαντικό ποσοστό αυτών των επιχειρήσεων είναι ήδη ασφαλισμένες. Επιπλέον, οι διοικήσεις και οι μέτοχοι επιχειρήσεων αυτού του μεγέθους μπορούν να αντιληφθούν ότι έτσι κι αλλιώς η κρατική αρωγή δεν θα τις βοηθήσει αποτελεσματικά να επιβιώσουν αν βρεθούν αντιμέτωπες με μια καταστροφή από σεισμό, πυρκαγιά ή πλημμύρα. Παρ’ όλα αυτά η άρτια νομοθέτηση αυτού του μέτρου είναι κρίσιμη ώστε να εξασφαλιστεί η δίκαιη εφαρμογή του πλαισίου. Στόχος τόσο της πολιτείας όσο φυσικά και της ασφαλιστικής βιομηχανίας πρέπει να είναι ότι θα διασφαλιστεί πως καμία επιχείρηση δεν θα στερηθεί την κρατική αρωγή αν δεν της εξασφαλίζεται η πρόσβαση στην ιδιωτική ασφάλιση.
Υπάρχει μια σειρά τεχνικών θεμάτων τα οποία πρέπει άμεσα να επιλυθούν, μιας και σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες, με τα σημερινά δεδομένα, να ασφαλιστούν είτε λόγω μέτρων προστασίας είτε ακόμα περισσότερο λόγω κατασκευαστικών προβλημάτων.
ΕΙΝΑΙ λοιπόν κατανοητό ότι πέρα από τον αναγκαίο, εν εξελίξει διάλογο με την ασφαλιστική βιομηχανία, πρέπει η πολιτεία να λάβει υπόψη της ότι μέρος των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, οι οποίες θα εξαιρούνται της κρατικής αρωγής, θα επιβαρυνθούν συνδυαστικά με τα ασφάλιστρα και με κόστος επιπλέον παρεμβάσεων στα κτίριά τους. Επιπλέον, παρότι οι επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 2 εκατ. ευρώ μπορεί να αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειονότητα του τζίρου των ελληνικών επιχειρήσεων, αριθμητικά δεν αποτελούν παρά ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου της επιχειρηματικότητας.
ΜΕ ΒΑΣΗ τα παραπάνω, εκτιμώ ότι μια τολμηρή παρέμβαση στον φόρο ασφαλίστρων για τις καλύψεις έναντι φυσικών καταστροφών, συνδυαστικά με την πρόβλεψη για προσαύξηση της έκπτωσης της δαπάνης των ασφαλίστρων, στα πρότυπα της κινητροδότησης για χρήση ηλεκτρονικών αυτοκινήτων από τις επιχειρήσεις, θα
αποδείκνυε το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για την επιχειρηματικότητα και ταυτόχρονα θα της επέτρεπε να επεκτείνει το μέτρο και σε επιχειρήσεις μικρότερου τζίρου. Παράλληλα, η προτεινόμενη μείωση του φόρου ασφαλίστρου θα αποτελούσε επιπλέον κίνητρο και για τις ασφαλίσεις κατοικίας επεκτείνοντας ταυτόχρονα τα φορολογικά οφέλη και για τους πολίτες, οι οποίοι δεν έχουν μεν ιδιοκτησία, το περιεχόμενο όμως της οικίας που ενοικιάζουν κινδυνεύει εξίσου από φυσικές καταστροφές.
Η ΑΥΞΗΣΗ από την κυβέρνηση του αποθέματος για φυσικές καταστροφές στα 600 εκατομμύρια στον προϋπολογισμό του 2024 αποδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος και συνεπώς υποδεικνύει την αναγκαία τόλμη για παρεμβάσεις προς όφελος της κοινωνίας, των επιχειρήσεων και κατά συνέπεια της οικονομίας.