Του Γιώργου Οικονόμου*
Μία πρωτόγνωρη συγκυρία αβεβαιότητας, λόγω των επιπτώσεων από την κλιματική κρίση, βιώνει κατά́ τη διάρκεια των τελευταίων μηνών η αγορά του ελαιόλαδου, με πρωτοφανείς αυξητικές τάσεις στις τιμές της πρώτης ύλης και κατά συνέπεια και στην τιμή του τελικού προϊόντος.
Οι μειωμένες βροχοπτώσεις, οι υψηλές θερμοκρασίες, οι ασθένειες των ελαιόδεντρων στις μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγούς χώρες της Ε.Ε. (Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα) επηρέασαν άμεσα τις ποσότητες ελαιοπαραγωγής και κατά συνέπεια τη διαθεσιμότητα ελαιόλαδου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Προφανές αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι η συνολική́ προσφορά́ πρώτης ύλης ελαιόλαδου γίνεται μικρότερη από́ τη θεωρητική́ ζήτηση, και η εξισορρόπηση γίνεται μέσω της αύξησης της τιμής στο επίπεδο του παραγωγού.
Η χώρα μας ως πλεονασματική στον ελαιοκομικό τομέα, αλλά και λόγω της δομής και διάρθρωσής της (μεγάλος αριθμός ελαιοπαραγωγών έχει εξασφαλισμένη αυτοκατανάλωση), δεν υπάρχει περίπτωση να αντιμετωπίσει πρόβλημα επάρκειας.
Οι επιχειρήσεις τυποποίησης και εξαγωγής ελαιόλαδου διαχειρίζονται τις προμήθειες αγορών τους σταδιακά και ανάλογα με τη ζήτηση, από την εκκίνηση κάθε ελαιοκομικής περιόδου (Νοέμβριο) μέχρι την έναρξη της επόμενης (Οκτώβριο), χωρίς τη δυνατότητα διατήρησης μεγάλων αποθεμάτων.
Συνεπώς, η διαμόρφωση των τιμών του τελικού επώνυμου ελαιόλαδου είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό αποτέλεσμα της εξέλιξης του κόστους πρώτης ύλης, από τον παραγωγό, τον ελαιουργό και τον τυχόν μεσολαβούντα έμπορο.
Αν στην τιμή της πρώτης ύλης προστεθούν οι αυξήσεις των υπόλοιπων συντελεστών κόστους (καύσιμα – ενέργεια, υλικά συσκευασίας, εργατικά κ.λπ.), τα έξοδα και το ποσοστό κέρδους του λιανεμπορίου, καθώς και ο ΦΠΑ με τον οποίον επιβαρύνεται το τελικό προϊόν, αποδεικνύεται ότι οι τελικές τιμές έχουν συμπιεστεί στο μέτρο του δυνατού.
Στις τυποποιητικές επιχειρήσεις έγιναν ενδελεχείς έλεγχοι από τον ελεγκτικό μηχανισμό του υπουργείου Ανάπτυξης και αποδείχθηκε ότι έχουν περιοριστεί τα περιθώριά τους στα επίπεδα του 2021, ενώ αποκλείστηκαν περιπτώσεις αισχροκέρδειας στον κλάδο μεταποίησης και εμπορίας τυποποιημένων ελαιόλαδων.
Δυστυχώς, η αύξηση της τιμής του ελαιόλαδου δημιουργεί μεγαλύτερες ευκαιρίες στα παράνομα κυκλώματα προκειμένου να διακινούν χύμα, ανώνυμα, υποβαθμισμένα, αλλά και στο μεγαλύτερο ποσοστό, νοθευμένα ελαιόλαδα. Ήδη έχουν εντοπιστεί από τον ΕΦΕΤ αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, αλλά οι περιορισμένες δυνατότητες των ελεγκτικών μηχανισμών καθιστούν ως αποτελεσματικότερο μέτρο αντιμετώπισής τέτοιων φαινομένων την ενημέρωση των καταναλωτών.
Συνεπώς, μόνο το επώνυμο – τυποποιημένο ελαιόλαδο σε συσκευασίες μέχρι 5 λίτρα, από νόμιμα και συνεπώς ελεγχόμενα σημεία πώλησης εγγυάται την ποιότητα και την προστασία από φαινόμενα νοθείας και φοροδιαφυγής.
Το τυποποιημένο – επώνυμο ελαιόλαδο, το οποίο ο καταναλωτής το βρίσκει σε μεγάλη ποικιλία και εύρος τιμών στα ράφια των καταστημάτων, είναι το μόνο που διασφαλίζει τον καταναλωτή έναντι των ποιοτικά υποβαθμισμένων ή και νοθευμένων ελαιόλαδων. Οι συνεχείς έλεγχοι από την πολιτεία, αλλά και η διασφάλιση της φήμης της μάρκας για την οποία έχουν επενδυθεί πολλά εκατομμύρια από τους τυποποιητές είναι οι ικανές και αναγκαίες δικλίδες διασφάλισης της ποιότητας για τον καταναλωτή. Καμία σοβαρή εταιρεία δεν θα έβαζε σε κίνδυνο τη φήμη της, προσφέροντας προϊόν το οποίο δεν θα τηρούσε στο ακέραιο τις εξαιρετικά αυστηρές προδιαγραφές ποιότητας του προϊόντος όπως αυτές έχουν υιοθετηθεί από την ενωσιακή και την εθνική νομοθεσία.
Προσβλέποντας στη σύντομη ομαλοποίηση της αγοράς του εθνικού μας προϊόντος (τα πρώτα σημάδια σταθεροποίησης της τιμής παραγωγού έγιναν ήδη ορατά), ελπίζουμε οι καταναλωτές να παραμείνουν πιστοί στην ποιοτική υπεροχή του ελαιόλαδου και να διατηρήσουν την αυξημένη εμπιστοσύνη και ευαισθητοποίησή τους για τις ευεργετικές ιδιότητες και τα οφέλη του στην υγεία.
Είναι γεγονός ότι από πάρα πολλές επιστημονικές μελέτες και δημοσιεύσεις, τεκμηριώνεται ότι το ελαιόλαδο -βασικό συστατικό της μεσογειακής διατροφής- περιέχει ωφέλιμες ουσίες, έχει ξεχωριστή θρεπτική αξία (μονοακόρεστα, στερόλες, σκουαλένιο κ.λπ.), μεταφέρει στο τρόφιμο που προστίθεται -ιδιαίτερα κατά το μαγείρεμα- και όλες εκείνες τις υγειοπροστατευτικές του ουσίες, (αντιοξειδωτικά, βιταμίνες κ.λπ.). Η εξαιρετική γεύση του ελαιόλαδου είναι συνάρτηση της ποικιλίας της ελιάς από την οποία παρήχθη, αλλά και της διαδικασίας παραλαβής του. Διατηρεί σχεδόν αναλλοίωτο σε κανονικές συνθήκες (θερμοκρασία δωματίου και ημίφως) για αρκετούς μήνες τα ωφέλιμα συστατικά του. Είναι σταθερό σε υψηλές θερμοκρασίες, στο μαγείρεμα, στο ψήσιμο, στο τηγάνισμα, ενώ σε ωμή μορφή προσδίδει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του στο τρόφιμο που συνοδεύει.
Το ελαιόλαδο είναι ένα από τα βασικά αγροδιατροφικά εθνικά μας προϊόντα τα οποία έχουν μονίμως μόνο θετικό – πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο. Είναι προφανές ότι αυτό συμβαίνει λόγω του ότι η εγχώρια παραγωγή μας προσφέρει μεγάλο όγκο κάλυψης της κατανάλωσης και των ποσοτήτων εξαγωγής, αλλά παράλληλα και από το γεγονός ότι οι εισαγωγές μας είναι μηδενικές.
Ωστόσο υπάρχει ανάγκη για συνεχή και δυναμική αύξηση των εξαγωγών μας σε επώνυμη – τυποποιημένη μορφή προκειμένου να εξασφαλίζεται η επίτευξη υψηλότερης προστιθέμενης αξίας σε όλους τους κρίκους της παραγωγικής διαδικασίας, από τον ελαιοπαραγωγό και τον μεταποιητή μέχρι τον διακινητή και εξαγωγέα.
Ευκαιρίες ανάπτυξης και μεγάλες δυνατότητες θα υπάρχουν πάντα για τον ελαιοκομικό τομέα, όπως ειδικά πέρσι και φέτος ανέδειξε η πολύ μειωμένη παραγωγή στην Ισπανία, που αφήνει χώρο σε διεύρυνση των εξαγωγών μας.
Ας μην παραβλέπουμε ότι οι εξαγωγές συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, και στην ενίσχυση του κύκλου εργασιών και της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, του επιπέδου δραστηριότητας, αλλά και των θέσεων εργασίας του τομέα.
Για να αυξηθούν οι εξαγωγές του τυποποιημένου ελληνικού ελαιόλαδου, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η επάρκεια της παραγωγής, μέσω της ενίσχυσης των μέτρων για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών και της αύξησης της καλλιεργούμενης έκτασης. Επίσης, πρέπει να μειωθεί το κόστος παραγωγής μέσω της αναζήτησης νέων πηγών ενέργειας και της βελτίωσης της αποδοτικότητας της παραγωγής.
Παράλληλα, είναι απαραίτητο να διαφοροποιηθούν οι εξαγωγές, με αύξηση των εξαγωγών επώνυμου ελληνικού ελαιόλαδου, με υψηλή προστιθέμενη αξία, έναντι των εξαγωγών χύμα. Η ΑΥΞΗΣΗ των εξαγωγών του ελληνικού ελαιόλαδου θα έχει πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονομία, καθώς θα συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης, στην ενίσχυση του αγροτικού τομέα και στην αύξηση των συνολικών εσόδων στον τομέα.
Το ελληνικό ελαιόλαδο αξίζει μιας καλύτερης θέσης στη διεθνή αγορά και αυτό προϋποθέτει, το συντομότερο, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση με συνέπεια και συνέχεια μιας εθνικής στρατηγικής.
*Ο Γιώργος Οικονόμου είναι Γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιόλαδου