Της Ασπασίας Μάλλιου, δικηγόρου και Tax Partner στη δικηγορική εταιρεία POTAMITISVEKRIS
ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ακόμη, τις τελευταίες ημέρες, η φοροδιαφυγή καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης. Η πρωτοβουλία ανήκει στην επανεκλεγείσα κυβέρνηση, η οποία συνδέει τη διατήρηση των μειωμένων, με πρωτοβουλία της κατά την προηγούμενη τετραετία, συντελεστών φόρου εισοδήματος με την αναπόφευκτη ανάγκη να περιοριστεί πλέον η φοροδιαφυγή, ώστε να διασταλεί η φορολογική βάση. Διαστολή που θα οδηγήσει σε δικαιότερη κατανομή φορολογικών βαρών, κατά ακριβέστερο προσδιορισμό της αληθούς φοροδοτικής ικανότητας των φορολογικών υποκειμένων.
Η ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ, όμως, δεν συνιστά πρόσφατο πρόβλημα. Αντίθετα, διατρέχει τις σχέσεις της οργανωμένης μας πολιτείας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως σήμερα. Επομένως, καίριο εμφανίζεται το ερώτημα των βαθύτερων λόγων για την ύπαρξη της διαχρονικής αυτής παθογένειας. Άραγε, οφείλεται μόνο σε μια διαχρονική αστοχία των τριών κρατικών εξουσιών; Θα αποδεχθούμε τόσο εύκολα ως αιτία της φοροδιαφυγής μια διαχρονική αδράνεια, οφειλόμενη σε αδιαφορία ή ανικανότητα της πολιτειακής εξουσίας να τη συλλάβει; Μήπως έτσι αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια τα βαθύτερα αίτια της φοροδιαφυγής; Είναι, πολιτικά και ηθικά, επαρκής η επιλογή αυτή από μια δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία, η οποία, κατ’ εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής, έχει την ευθύνη και το προνόμιο να ελέγχει και τις τρεις επιμέρους κρατικές εξουσίες, νομιμοποιώντας τη δράση τους;
ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΟΥΜΕ απλά, μήπως αναλογιζόμενοι τη στάση μας έναντι της φοροδιαφυγής κατά τα τελευταία 200 τουλάχιστον χρόνια, μας παρουσιάζεται μια ευκαιρία να απογυμνώσουμε τα αίτιά της; Τα στοιχεία, χωρίς διάθεση δαιμονοποίησης επιμέρους κατηγοριών επιτηδευματιών, είναι τουλάχιστον απογοητευτικά: για το προηγούμενο φορολογικό έτος, καθώς 7 από τους 10 αυτοαπασχολούμενους δήλωσαν φορολογητέο εισόδημα έως 10.000 ευρώ, δηλαδή εισόδημα κατώτερο από τον βασικό ετήσιο μισθό (10.920 ευρώ). Ακόμα, ετήσιο εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ δηλώνουν μόνο 27.000 συμπολίτες μας, ενώ 4 στους 10 δηλώνουν ετήσιο εισόδημα έως 5.000 ευρώ, ανεξαρτήτως απασχόλησης και πηγής.
ΜΑΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΟΥΝ αυτά τα στατιστικά στοιχεία; Ως κρατικά οργανωμένη κοινωνία, μας αξίζουν τα νούμερα αυτά; Αν μας ενοχλούν, ας αναλογιστούμε ποια είναι η βαθύτερη πηγή της ενόχλησής μας.
Η ΕΝΟΧΛΗΣΗ δεν είναι μόνο δημοσιονομική, διότι δεν εισπράττονται τα προϋπολογισθέντα έσοδα. Με τη φοροδιαφυγή, η διακύβευση είναι σοβαρότερη. Η απαξία μεγαλύτερη. Ο φοροφυγάς κατ’ ουσία υπεξαιρεί χρήματα, πλούτο, κεφάλαιο σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Οι πράξεις του στρέφονται εναντίον καθενός από μας χωριστά και εναντίον όλων μας μαζί. Το βάρος που οφείλει, αλλά δεν αναλαμβάνει, διακρατώντας παράνομα πόρους που δεν του ανήκουν, το επωμίζεται κάποιος άλλος, που δεν το οφείλει. Ή, ακόμη χειρότερα, στην περίπτωση των έμμεσων φόρων, το επωμίζεται αυτός που ήδη το έχει καταβάλει στον φοροφυγά, εντέλλοντάς τον να το αποδώσει στο κράτος, απόδοση που ο τελευταίος αποφεύγει, πλουτίζοντας παράνομα. Και γιατί αυτό έχει τόση απαξία; Προκαλεί αυτό μεγαλύτερο κακό από άλλες τυποποιημένες στο δίκαιό μας παραβατικές συμπεριφορές; Άλλωστε, ο ποινικός κώδικας και οι επιμέρους ποινικές διατάξεις βρίθουν από ορισμούς εγκληματικών πράξεων.
ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΜΕ σε αυτές τις ερωτήσεις, μπορούμε χάριν ταχύτητας, σαφήνειας, περιεκτικότητας και ευκολίας να ανατρέξουμε στον παππού Αριστοτέλη: ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον. Για να αναπτυχθεί, χρειάζεται την ένταξή του σε κοινωνικό ιστό και μάλιστα σε κοινωνικό ιστό κρατικά οργανωμένο. Η παραδοχή αυτή παραμένει ενεργής και υπό επεξεργασία και εμπλουτισμό δύο και πλέον χιλιετίες. Για να αποτυπωθεί πρόσφατα από τον διεθνούς φήμης ιστορικό Γιουβάλ Χαράρι, η άποψη ότι όχι η ευφυΐα, αλλά η ενσυναίσθηση, που παράγει δέσμευση μεταξύ των ανθρώπων σε κοινωνικούς ιστούς, μας διαφοροποιεί ως σύνολο έναντι των λοιπών αγελών του ζωικού βασιλείου.
ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ, λοιπόν, αυτό, ο φοροφυγάς είναι ένας απόκληρος του κοινωνικού συνόλου. Είναι αυτός που δεν έχει ενσυναίσθηση. Αυτός που δεν μπορεί να συνδεθεί με το κοινωνικό σύνολο, αφού δεν αντιλαμβάνεται την αξία της κοινωνικής σύνδεσης. Είναι αυτός που διασπά τους αναγκαίους για την επιβίωσή μας δεσμούς, βλάπτοντας εντέλει το ίδιο το εγχείρημα της κρατικά οργανωμένης κοινωνικής δομής. Βλάπτοντας το σύνολο και καθέναν από εμάς.
Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ διάλογος δεν στερείται δικαιολογιών για τη φοροδιαφυγή. Όλοι, όμως, γνωρίζουμε ότι είναι αυτό ακριβώς, δικαιολογίες που αποτυπώνονται διαχρονικά ώστε να διατηρείται ο σε βάρος των λοιπών παράνομος πλουτισμός του ενός και η πελατειακή σχέση με κάθε μορφής κρατική εξουσία. Και, μάλιστα, έως του σημείου να αποδεχόμαστε διαχρονικά και εντέλει να καλύπτουμε, ακόμη και να στηρίζουμε την ύπαρξη πόρων από φοροδιαφυγή, που στρεβλά μοχλεύουν την αγορά και προσαυξάνουν με άδηλο τρόπο το ΑΕΠ.
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ, δυστυχώς, η ουσιαστική απαξία της φοροδιαφυγής και οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισής της χρειάζεται συντονισμένες και δραστικές κινήσεις και των τριών μορφών της κρατικής εξουσίας. Αλλά, πρωτίστως, χρειάζεται η κοινωνική επαγρύπνηση και εκπαίδευση όλων μας, ώστε να επανεκτιμήσουμε τις προτεραιότητές μας και να στοχεύσουμε στην ανάπτυξη κεντρομόλων δυνάμεων για την ενδυνάμωση ειλικρινών και αποτελεσματικών για το σύνολο κοινωνικών δεσμών. Αν όλοι μας και καθένας από εμάς δεν αποφασίσει ότι πλέον η φοροδιαφυγή βλάπτει, όσες κυβερνητικές εξαγγελίες και αν ακολουθήσουν, όσα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα και αν επιχειρήσει να υιοθετήσει η κρατική εξουσία, η φοροδιαφυγή θα εξακολουθεί να συνιστά μια παθογενή ουσία. Ουσία που δηλητηριάζει τις μεταξύ μας σχέσεις και εντείνει τον κίνδυνο ομαλούς λειτουργίας της χώρας με περαιτέρω συνέπεια οι επόμενες δεκαετίες να βρουν τους επίγονούς μας με ανοικτή τη συζήτηση για την ανάσχεση της φοροδιαφυγής και των πελατειακών σχέσεων κοινωνίας – κρατικής εξουσίας.