Skip to main content

Η Εθνική Στρατηγική για τον Καρκίνο ως ευκαιρία για μία νέα πολιτική φαρμάκου

Σύμφωνα με το WAIT Indicator της EFPIA, η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα της Ευρώπης ως προς την πρόσβαση σε σκευάσματα που εγκρίθηκαν από τον EMA μεταξύ 2018-2022

Της Ελισάβετ Προδρόμου, γενικής διευθύντριας της Bristol Myers Squibb Ελλάδας

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ο ευρωβουλευτής Στέλιος Κυμπουρόπουλος και η Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου με την πλατφόρμα διαλόγου All.Can Greece υλοποίησαν μία ειδική εκδήλωση για τη διαχείριση του καρκίνου στη χώρα στο Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Αθήνα. Η επιτυχία της εκδήλωσης αποτελεί από μόνη της μία είδηση. Η πιο ελπιδοφόρα είδηση, όμως, είναι η ανάδειξη απ’ όλους τους συμμετέχοντες θεσμικούς, επιστημονικούς και κοινωνικούς εκπροσώπους της ανάγκης για τη χάραξη και την υλοποίηση μίας Εθνικής Στρατηγικής για τον Καρκίνο στην Ελλάδα και η δημόσια δέσμευση προς αυτή την κατεύθυνση του υπουργού Υγείας Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, την οποία χαιρετίζουμε με θέρμη.

ΣΕ ΑΥΤΗ την εθνική προσπάθεια δεν ξεκινάμε από το σημείο μηδέν. Ήδη τα τελευταία χρόνια συντελούνται θετικές αλλαγές -όπως το πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου- και προγραμματίζονται ακόμη περισσότερες, όπως η ανάπτυξη εθνικού μητρώου καρκίνου και η ηλεκτρονική διασύνδεση των ογκολογικών κλινικών. Απουσιάζουν, ωστόσο, η πλαισίωση όσων έχουμε επιτύχει σε έναν συνολικό σχεδιασμό σε όλο το φάσμα της ογκολογικής φροντίδας, από την πρόληψη μέχρι τη θεραπεία και την ανακουφιστική φροντίδα, η καταγραφή των αναγκών που παραμένουν αναπάντητες και η στοχοθέτηση για τα επόμενα χρόνια.

ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΟΣ κρίκος αυτής της αλυσίδας είναι η πρόσβαση σε καινοτόμες ογκολογικές θεραπείες, οι οποίες έχουν βελτιώσει σημαντικά τις εκβάσεις πολλών τύπων καρκίνου τα τελευταία χρόνια. Ήδη χάρη στην ανοσο-ογκολογία, το 50% των ασθενών με μελάνωμα και το 30% με καρκίνο του πνεύμονα υπερβαίνουν πλέον την πενταετή επιβίωση, ενώ το προσδόκιμο πριν από 15 χρόνια δεν ξεπερνούσε τους μερικούς μήνες. Πράγματι, η Ελλάδα έχει καταφέρει μέχρι τώρα να παρέχει στους ασθενείς τις πιο σύγχρονες και αποτελεσματικές θεραπείες. Σύμφωνα με το WAIT Indicator της EFPIA για το 2022, η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα της Ευρώπης ως προς την πρόσβαση σε φαρμακευτικά σκευάσματα που εγκρίθηκαν από τον EMA μεταξύ 2018-2022. Αυτή, όμως, είναι η μισή εικόνα και εν όψει μίας Εθνικής Στρατηγικής για τον Καρκίνο δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε τις προκλήσεις και τα εμπόδια που συσσωρεύονται πίσω της, βάσει τεκμηριωμένων στοιχείων.

ΠΡΩΤΟΝ, μόλις μία στις τέσσερις θεραπείες είναι αποζημιωμένη και ευρέως διαθέσιμη στη χώρα. Το 46% διατίθεται στη βάση ονομαστικών αιτημάτων και αυτό προκαλεί σημαντικές χρονικές καθυστερήσεις και επιπλέον δημοσιονομικό φορτίο για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ).

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, η επίδοση της χώρας μας ως προς την ένταξη μίας νέας ογκολογικής θεραπείας στον κατάλογο αποζημιούμενων φαρμάκων παραμένει χαμηλή, καθώς απαιτούνται συνολικά 540 ημέρες από την έγκριση της κεντρικής ευρωπαϊκής αρχής.

ΤΡΙΤΟΝ, το τρέχον σύστημα χρηματοδότησης των ογκολογικών θεραπειών οδηγεί σε ένα προδιαγεγραμμένο αδιέξοδο που πρέπει έγκαιρα να προλάβουμε. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία για τη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη, μόλις το 30% καλύπτεται από το κράτος και το υπόλοιπο 70% το επωμίζονται οι φαρμακευτικές εταιρείες. Η αναλογία αυτή το 2016 ήταν αντεστραμμένη, καθώς 70% κάλυπτε η πολιτεία και 30% ο φαρμακευτικός κλάδος. Η ανεξέλεγκτη αυτή τάση καθιστά ολοένα πιο επισφαλή τη συνέχιση της δραστηριότητας των φαρμακευτικών εταιρειών στην Ελλάδα και πιο δυσχερή την εισαγωγή και διάθεση των επόμενων καινοτόμων θεραπειών που θα βελτιώσουν ακόμη περισσότερο τις εκβάσεις του καρκίνου στο άμεσο μέλλον.

ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΝ να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις αυτές που έχουν συσσωρευτεί για πάνω από μία δεκαετία; Εδώ ακριβώς μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο μία Εθνική Στρατηγική για τον Καρκίνο, η οποία θα συμπεριλαμβάνει και τον πυλώνα του φαρμάκου. Από τη μία πλευρά, απαιτείται ασφαλώς εξορθολογισμός της δημόσιας δαπάνης για το φάρμακο με έναν ισορροπημένο τρόπο που να υπηρετεί μεν το δημόσιο συμφέρον και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, αλλά και να επιτρέπει την υγιή δραστηριότητα των εταιρειών. Οι πόροι αυτοί μπορούν να αναζητηθούν και από νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως η αξιοποίηση μέρους των εσόδων της διαφορικής φορολογίας σε προϊόντα με αποδεδειγμένη αρνητική επίδραση στην επίπτωση του καρκίνου, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, η οποία υποστηρίχθηκε από την BMS.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ πλευρά, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ένας μεγαλύτερος προϋπολογισμός θα αποτελούσε πανάκεια, ούτε ότι κάθε νέο φάρμακο φέρει απαραίτητα προστιθέμενο κλινικό όφελος σε σχέση με τις υφιστάμενες θεραπείες. Για τον λόγο αυτό στηρίζουμε κάθε πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τη βελτίωση της αποδοτικότητας του συστήματος, μέσω της μέτρησης και συνεκτίμησης των εκβάσεων των φαρμάκων στην αποζημίωσή τους. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την εναρμόνιση των συστάσεων ή αποφάσεων των επιτροπών αξιολόγησης και διαπραγμάτευσης με τα συγκεκριμένα κριτήρια, καθώς και την αξιοποίηση μιας σειράς από ψηφιακά εργαλεία, όπως ο ΑΜΚΑ, ο ατομικός φάκελος υγείας, το μητρώο ογκολογικών ασθενών και τα DRGs.

ΜΕΣΑ απ’ αυτές τις δύο κατευθύνσεις θα μπορέσουμε ως χώρα να μετατρέψουμε την εθνική στρατηγική σε ένα ορόσημο αναβάθμισης της ογκολογικής φροντίδας στην Ελλάδα. Παράλληλα, όμως, πρόκειται για μία ευκαιρία να διαφυλάξουμε την πραγματική αξία της φαρμακευτικής καινοτομίας που τεκμηριωμένα έχει συμβάλει στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής στην Ελλάδα κατά 0,9 χρόνια από το 1995 έως το 2015 και τα επιτεύγματά της ασφαλώς συνεχίζονται με ταχείς ρυθμούς. Έτσι θα θωρακίσουμε τη χώρα και την κοινωνία μας από την πολυδιάστατη και κλιμακούμενη απειλή του καρκίνου, προάγοντας ταυτόχρονα τη βιωσιμότητα του υγειονομικού μας συστήματος την επόμενη δεκαετία.