Του Μιχάλη Ν. Διακομιχάλη, καθηγητή, Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
ΦΟΡΟΙ ΕΧΟΥΝ επιβληθεί σε όλες τις αρχαίες κοινωνίες, όπως στην Αίγυπτο, στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Στην εποχή μας, κάθε χώρα έχει το δικό της φορολογικό σύστημα. Κατά κάποιον τρόπο, όλοι αυτοί οι φόροι έχουν τις ρίζες τους στις προαναφερθείσες αρχαίες κοινωνίες. Οι σοβαρές οικονομικές κρίσεις που είχαν ξεσπάσει στην Αθήνα τον 4ο αι. π.Χ. συνοδεύονταν από φαινόμενα διαφθοράς.
ΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ κράτος έκανε συνεχώς μεταρρυθμίσεις του φορολογικού συστήματος με στόχο την επίτευξη αύξησης των οικονομικών του πόρων. Στο τέλος του Μεσαίωνα και στη διάρκεια της Αναγέννησης, ενδιαφέρον εμφανίζουν τα φορολογικά συστήματα που επικράτησαν και σημάδεψαν τις εποχές αυτές.
ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ Αυτοκρατορία είχε επιβληθεί στους χριστιανούς υπηκόους του σουλτάνου από τους πρώτους χρόνους του Ισλαμισμού ο ατιμωτικός κεφαλικός φόρος, το γνωστό χαράτσι. Ο φόρος αποτελούσε το αντίτιμο της εξαγοράς της ετήσιας άδειας για κάθε χριστιανό από το δωδέκατο έτος της ηλικίας του και μέχρι τον θάνατό του, για να έχει τη δυνατότητα να ζει και να λατρεύει τον θεό που πιστεύει.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ απόδειξη που παραλάμβανε κάθε χριστιανός από τον εισπράκτορα μετά την πληρωμή του φόρου είχε κάθε χρόνο διαφορετικό χρώμα και ανέφερε: «ο φέρων το παρόν έχει την άδειαν να φέρη επί έν έτος την κεφαλήν επί των ώμων του». Αξιοπερίεργος είναι και ο τρόπος είσπραξης που επινοήθηκε από τον σουλτάνο.
ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ είσπραξης των φόρων πωλούνταν σε ισχυρούς και πλούσιους Τούρκους, οι οποίοι τα μεταπουλούσαν κερδοσκοπικά σε εκμισθωτές φόρων που τελικά αναλάμβαναν να εισπράξουν τον φόρο από τους μη μουσουλμάνους υπηκόους.
ΟΙ ΧΑΡΑΤΖΙΔΕΣ (εισπράκτορες) περιόδευαν στις πόλεις και τα χωριά με στρατιωτική συνοδεία και εισέπρατταν ποσά μεγαλύτερα από αυτά που έπρεπε να αποδώσουν στον χαρατζίμπαση (τον έχοντα αγοράσει τα δικαιώματα είσπραξης), για να καρπωθούν τη διαφορά για προσωπικό όφελος, χρησιμοποιώντας συχνά βάρβαρα μέσα.
ΤΗΝ ΙΔΙΑ περίοδο οι έμποροι και οι τραπεζίτες της Φλωρεντίας εφάρμοσαν το λογιστικό σύστημα που τους επέτρεπε την καταγραφή της προσωπικής κεφαλαιακής συνεισφοράς και των υποχρεώσεών τους, την ταξινόμηση, καταγραφή και επαλήθευση των λογαριασμών τους, τον υπολογισμό των κερδών τους, το μέγεθος της περιουσίας τους, και κυρίως τις επιδόσεις της επιχείρησής τους.
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ αυτό ήταν η διπλογραφική μέθοδος που συνέβαλε στον αριθμητικό υπολογισμό του κέρδους των εμπόρων, στοιχείο που εξηγεί πολλά για τον μεγάλο πλούτο που απέκτησαν πόλεις της Ιταλίας κατά την εποχή της Αναγέννησης, όπου εφαρμόστηκε το διπλογραφικό σύστημα.
Η ΕΠΙΔΙΩΞΗ του πλούτου σε συνδυασμό με τη σωστή τήρηση των βιβλίων της επιχείρησης, σύμφωνα με το διπλογραφικό σύστημα, καθιστούσε την επιχείρηση έντιμη και ηθική σε γενικές γραμμές, αλλά κυρίως τα κέρδη της νόμιμα.
ΟΙ ΔΑΣΜΟΙ και φόροι, άμεσοι και έμμεσοι, που σχετίζονταν με το εμπόριο και την κατανάλωση αποτελούσαν τη σημαντικότερη πηγή εσόδων για το κράτος της Βενετίας. Για την κάλυψη των αυξημένων κρατικών δαπανών, από το 1463 επιβλήθηκαν η decima (δεκάτη), ένας ημιτακτικός άμεσος φόρος της τάξης του 10% στα έσοδα που προέρχονταν από την ακίνητη περιουσία στη μητρόπολη και την ενδοχώρα, και η tansa, η οποία αφορούσε κυρίως κέρδη προερχόμενα από το εμπόριο και τον μεταποιητικό τομέα.
Η ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ και η Επιτροπή Εμπορίου είχαν την ευθύνη της εμπορικής και ναυτιλιακής πολιτικής, με αρμοδιότητες για το εμπόριο, τη ναυτιλία, τη μεταποίηση και την αγροτική παραγωγή, τη φορολογία και τη δασμολόγηση, καθώς και την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου.
Η ΚΑΤΟΧΗ της βενετικής «υπηκοότητας», είτε εκ γενετής είτε μέσω της μακροχρόνιας διαμονής στην πόλη και της απόδοσης φόρων, εξασφάλιζε ιδιαίτερα εμπορικά προνόμια, κυρίως ως προς τη διεξαγωγή του θαλάσσιου εμπορίου σε όσους κρινόταν ότι, μέσω της εμπορικής δραστηριότητάς τους, θα συνέβαλαν στην ευημερία του βενετικού κράτους.
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ του φορολογικού συστήματος σε συνδυασμό με το διπλογραφικό σύστημα συνέβαλαν στην άνθηση της Αναγέννησης μέσω των κερδών των επιχειρήσεων και των φορολογικών εσόδων των πόλεων-κρατών της Ιταλίας. Η εφαρμογή του διπλογραφικού συστήματος και της κοστολόγησης στη Βιομηχανική εποχή του 18ου και 19ου αιώνα, υπό την καθοδήγηση της Ενετικής διπλογραφίας, συνέβαλαν μέσω της χρηματοδότησης από τα επιχειρηματικά κέρδη, σε μεγάλο βαθμό, στην εξέλιξη της έρευνας και των άλλων επιστημών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρηματοδότηση του Κάρολου Δαρβίνου το 1831, μέσω της κεραμοποιίας του παππού του, Τζοσάια Γουέτζγουντ, και του Καρλ Μαρξ από το 1850-1870, μέσω του κλωστηρίου του Ένγκελς στο Μάντσεστερ.
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΗΣ η διαφορετική αντιμετώπιση των φορολογουμένων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και από το κράτος της Βενετίας, όπως εμφανέστατα είναι και τα αποτελέσματα στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, στα δημόσια έσοδα, στην οικονομική ευρωστία του κράτους και στη συμβολή του φορολογικού συστήματος στον πολιτισμό και στην επιστήμη.
Η ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ είναι τόσο παλιά όσο και οι οικονομικές συναλλαγές των ανθρώπων και είναι πολύ πιθανόν να πρωτοεμφανίστηκε μαζί με τη φορολογία. Το φαινόμενο της φοροδιαφυγής είχε εμφανιστεί στην αρχαία Αθήνα, αλλά και στην αρχαία Σπάρτη, ενώ υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για περιπτώσεις φοροδιαφυγής και τιμωρίας φοροφυγάδων στο αρχαίο Ισραήλ. Επίσης, ήταν γνωστό φαινόμενο στη Ρωμαϊκή και εν συνεχεία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ «φορορραγία» προκαλείται από πρακτικές όπως η παραοικονομία (δραστηριότητες εκτός οικονομικού συστήματος), η φοροαποφυγή (νόμιμη αλλά όχι ηθική και έντιμη αποφυγή φορολόγησης), η φοροδιαφυγή (απόκρυψη εισοδημάτων, συνεπώς κερδών και τελικά καταβολή μειωμένου φόρου), και η φοροκλοπή (είσπραξη αλλά μη απόδοση ΦΠΑ).
Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ αντιμετώπιση του πολύπλοκου ζητήματος της φοροδιαφυγής απαιτεί συνδυασμό ενεργειών και πολιτικών με στόχο:
1. την απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας,
2. την αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό του φορολογικού μηχανισμού,
3. την αλλαγή της φορολογικής νοοτροπίας, κουλτούρας και παιδείας των φορολογούμενων και των κρατικών λειτουργών,
4. τον σεβασμό και σύνεση στη διαχείριση των δημοσίων εσόδων από την πολιτεία.
ΕΝ ΤΕΛΕΙ, το ιδανικό φορολογικό σύστημα είναι αυτό με το οποίο: οι φορολογούμενοι δεν είναι δυσαρεστημένοι για τους φόρους που πληρώνουν, το κράτος είναι ικανοποιημένο από τα έσοδα των φόρων που εισπράττει, και το σύνολο των πολιτών είναι ευχαριστημένοι από την ποσότητα και την ποιότητα των αγαθών και υπηρεσιών που τους παρέχονται από την πολιτεία.