Τoυ Ευκλείδη Τσακαλώτου, πρώην υπουργού Οικονομικών
ΑΥΡΙΟ, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ συνεδριάζει στην Αθήνα. Μεταξύ άλλων θεμάτων θα συζητήσει και θα αποφασίσει τη στάση της ΕΚΤ για τα επιτόκια. Οι περισσότεροι δεν αναμένουν καμία αλλαγή, δηλαδή διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα – βρίσκονται 400 μονάδες βάσης πάνω από το επίπεδο του καλοκαιριού του 2022.
Η ΣΤΑΣΗ «υψηλότερα επιτόκια για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» είναι επίσης η προσέγγιση της Fed. Αλλά εκεί τελειώνει η σύγκριση. Διότι οι οικονομικές συνθήκες στις ΗΠΑ είναι ότι υπάρχει αύξηση των θέσεων εργασίας και του προϊόντος. Φυσικά, μπορούμε να συζητήσουμε για την ποιότητα αυτής της ανάπτυξης, πόσες από τις θέσεις εργασίας είναι πλήρους απασχόλησης ή σε ποιο βαθμό η ανάπτυξη είναι βιώσιμη. Αλλά το γεγονός ότι η οικονομία είναι ισχυρότερη στις ΗΠΑ από την Ευρωζώνη είναι ξεκάθαρο. Η Ευρωζώνη θα αναπτυχθεί ελάχιστα φέτος. Έτσι, η συνέχιση των υψηλών επιτοκίων δεν έχει να κάνει με τον έλεγχο μιας υπερθερμασμένης οικονομίας ή τον έλεγχο των «απρόκλητων» μισθολογικών αυξήσεων, αλλά με τον κίνδυνο να μετατραπεί η στασιμότητα σε πλήρη ύφεση, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις ζωές των ανθρώπων.
Η ΣΤΑΣΗ της ΕΚΤ καθίσταται ακόμη πιο προβληματική όταν εξετάζουμε τις μακροπρόθεσμες προοπτικές. Η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί να επιστρέψει στον στόχο του 2% για τον πληθωρισμό, κάτι που αναμένεται να επιτευχθεί κάποια στιγμή το 2024. Αλλά γιατί να προκαλέσουμε μεγαλύτερες απώλειες στην πραγματική οικονομία για να επιτύχουμε έναν τόσο αυθαίρετο αριθμό; Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι τα απανωτά σοκ των τελευταίων ετών ήταν από την πλευρά της προσφοράς – Covid, ενέργεια, πόλεμος.
Επιπλέον, δεδομένων των απαιτήσεων για πράσινη μετάβαση τα επόμενα χρόνια, δεν θα έπρεπε να περιμένουμε αύξηση του διαρθρωτικού πληθωρισμού καθώς οι πόροι θα πρέπει να μεταφερθούν από τον έναν τομέα στον άλλον; Εάν συμβεί αυτό, η επιδίωξη ενός στόχου πληθωρισμού 2% δεν έχει νόημα, ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι το κοινωνικό κόστος της μείωσης του πληθωρισμού αυξάνεται δυσανάλογα όταν ο πληθωρισμός βρίσκεται ήδη σε χαμηλό επίπεδο.
ΤΕΛΟΣ, οι συνέπειες των επίμονα υψηλότερων επιτοκίων είναι σοβαρότερες για τη Νότια Ευρώπη, κυρίως λόγω των υψηλότερων επιπέδων χρέους, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο τη σύγκλιση στην Ευρωζώνη.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ της κρίσης, το 2009, η ΕΚΤ έβλαψε σοβαρά τη φήμη της επιμένοντας ότι η κύρια απειλή ήταν ο πληθωρισμός (!), επιλέγοντας να αυξήσει τα επιτόκια, όταν ήταν σαφές σε όλο τον κόσμο ότι αντιμετωπίζαμε μια μεγάλη οικονομική κρίση, οπότε και η σωστή αντίδραση θα ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση, να μειωθούν δηλαδή τα επιτόκια. Δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει λάθος για άλλη μια φορά.