Skip to main content

Βιομηχανία μόδας και παγκόσμιες οικονομικές ανισότητες

Η παγκόσμια βιομηχανία της μόδας αποτιμάται σε σχεδόν 1,7 τρισ. δολάρια, αλλά η συμβολή της στο παγκόσμιο ΑΕΠ ανέρχεται μόλις σε 2%

Της Βάλιας Αρανίτου, αν. καθηγήτριας Οικονομικής Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ και διευθύντριας του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ

ΣΥΜΦΩΝΑ με τη λίστα του Forbes αναφορικά με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, την πρώτη θέση τον Ιούνιο του 2023 κατέλαβε ο Μπερνάρ Αρνό, που κατατάσσεται συχνά σε υψηλές θέσεις. Ο Αρνό προέρχεται από τη «βιομηχανία της μόδας», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται ο πολύπλοκος κλάδος σχεδιασμού, παραγωγής και διανομής (λιανικής πώλησης) ενδυμάτων, υποδημάτων και ειδών πολυτελείας. Με καθαρή περιουσία που ανέρχεται σε 194,8 δισ. δολ., ο Αρνό είναι πράγματι ένας σημαντικός Γάλλος επιχειρηματίας και πρόεδρος και CEO της LVMH. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες και πιο επιδραστικές πολυεθνικές εταιρείες ειδών πολυτελείας στον κόσμο. Κατέχει, μεταξύ άλλων, οκτώ από τις 20 κορυφαίες μάρκες πολυτελείας παγκοσμίως (Dior, Louis Vuitton, Fendi, Tiffany & Co., Loewe, Celine, Bulgari και Givenchy), οι οποίες το πρώτο εξάμηνο του 2023 παρουσίασαν μέση αύξηση EMV που ήταν έξι φορές υψηλότερη από τις υπόλοιπες, δηλαδή 21% από έτος σε έτος σε σύγκριση με μόλις 3,5%. Στο δυναμικό του βρίσκονται επίσης και η Moët & Chandon, η Hennessy, η Sephora και ακόμα 70 μάρκες μόδας και καλλυντικών με έδρα το Παρίσι.

ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ αυτό προκύπτει ένα ερώτημα: πώς ο πλουσιότερος άνθρωπος του πλανήτη προέρχεται από έναν κλάδο που εμπορεύεται είδη ατομικής χρήσης, με έμφαση μάλιστα στον υψηλό συμβολισμό -είδη πολυτελείας- και όχι για παράδειγμα από τη βαριά βιομηχανία ή από τον χρηματοπιστωτικό τομέα; Επιπλέον, πρόκειται για τον κλάδο που έχει μια τεράστια διασπορά παραγωγικών μονάδων τόσο σε επίπεδο παραγωγής όσο και διανομής. Σε αντίθεση, δηλαδή, με άλλους κλάδους όπου η συγκέντρωση είναι ιδιαίτερα σημαντική, στη βιομηχανία της μόδας συναντάμε εκατομμύρια μικρούς παραγωγούς -ακόμα και αυτοαπασχολούμενους. Συγκεκριμένα, περισσότερες από 3.000 εταιρείες ένδυσης και κλωστοϋφαντουργίας εισέρχονται καθημερινά στην αγορά. Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες εξακολουθούν να είναι άγνωστες στο μεγαλύτερο μέρος των καταναλωτών. Με άλλα λόγια, μπορεί η παγκόσμια βιομηχανία μόδας να αποτιμάται σε σχεδόν 1,7 τρισ. δολ. (2022), αλλά συμβάλλει μόνο με το 2% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ της απασχόλησης, η βιομηχανία της μόδας ναι μεν απασχολεί πάνω από 300 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, όμως παραμένει μια βιομηχανία έντασης εργασίας με χαμηλές αμοιβές. Επιπλέον, παρά τη φοβερή μυστικοπάθεια σχετικά με το ύψος της αμοιβής εργασίας, ιδιαίτερα στο στάδιο της παραγωγής, προκύπτει ότι η συμμετοχή του κόστους εργασίας μετά βίας υπερβαίνει το 3% της τελικής τιμής των προϊόντων, όπως αυτά πωλούνται στους καταναλωτές. Ποσοστό που είναι δραστικά μικρότερο για ένα αντικείμενο κάποιας μάρκας πολυτελείας, καθώς οι εργαζόμενοι που παράγουν ρούχα υψηλής ποιότητας δεν κερδίζουν περισσότερα από τους εργαζόμενους που παράγουν άλλες μάρκες.

ΜΕ ΒΑΣΗ τα παραπάνω, η υπόθεση που θα μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημά μας ίσως σχετίζεται με τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά κέρδους των ειδών πολυτελείας, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση γι’ αυτά. Ζήτηση που αυξάνεται και εξαιτίας της ραγδαίας και ίσως βίαιης ανακατανομής του παγκόσμιου πλούτου. Όπως προκύπτει από την έκθεση της Oxfam, με τίτλο «Survival of the Richest», το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού έλαβε σχεδόν τα 2/3 του νέου πλούτου από 42 τρισ. δολάρια που δημιουργήθηκαν το 2020, σχεδόν τα διπλάσια από το 99% του υπόλοιπου πληθυσμού. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, ο ακραίος πλούτος και η ακραία φτώχεια έχουν αυξηθεί ταυτόχρονα για πρώτη φορά τα 25 τελευταία χρόνια. Το τελευταίο μπορεί να αιτιολογήσει ως έναν βαθμό την αύξηση της ζήτησης για προϊόντα πολυτελείας και επομένως και την εκτόξευση των κερδών των παραγωγών τους.