Τoυ Δημητρίου Πανοζάχου, MSc οικονομολόγου – εσωτερικού ελεγκτή, διευθύνοντος συμβούλου της ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Α.Ε.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ διάστημα εντείνονται οι αναφορές στην υποχρεωτική επιβολή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης ως μέσου καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν η φοροδιαφυγή προκύπτει από τη «μορφή» των εκδοθέντων τιμολογίων ή από την αποφυγή έκδοσης αυτών από τους συναλλασσόμενους, ανεξαρτήτως της μορφής τους.
Η απάντηση είναι ότι «η αποφυγή έκδοσης φορολογικών τιμολογίων» από τους συναλλασσόμενους εκτινάσσει τη φοροδιαφυγή, ενώ η αλλαγή της «μορφής έκδοσής τους» μπορεί να βοηθήσει μόνο στον εντοπισμό των «πλαστών και εικονικών τιμολογίων» που επίσης ενισχύουν τη φοροδιαφυγή.
ΕΤΣΙ, ΠΡΕΠΕΙ να γίνει αποδεκτό ότι «οι επιτηδευματίες που δεν εκδίδουν τιμολόγια» δεν θα εξαναγκαστούν στην έκδοσή τους από την αλλαγή της νομοθεσίας της «υποχρεωτικής μορφής» αυτών και συνεπώς η εν λόγω «φοροδιαφυγή» -που είναι και η μεγαλύτερη θέλει άλλης μορφής καταπολέμηση.
Αναγνωρίζοντας όμως ότι η «ηλεκτρονική τιμολόγηση» μπορεί να συνεισφέρει στον εντοπισμό των «πλαστών και εικονικών τιμολογίων» και μέσω αυτών στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, είναι σημαντικό να προσδιοριστεί γιατί δεν αυξάνεται η χρήση τους όταν -αποδεδειγμένα- βοηθούν το «επιχειρείν», αφού μειώνουν άμεσα το διοικητικό κόστος και τη γραφειοκρατία.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ η πρώτη αναλυτική ενσωμάτωση της «ηλεκτρονικής τιμολόγησης» στην ελληνική φορολογική νομοθεσία ήταν στο άρθρο 2 της παραγράφου Ε της υποπαραγράφου Ε.1 του Ν.4093/2012 (ΚΦΑΣ). Μάλιστα, αναφέρει: «Ειδικά για συναλλαγές με ιδιώτες το αντίτυπο των φορολογικών στοιχείων ή παραστατικών που προορίζεται για τον πελάτη μπορεί να μην αποστέλλεται σε χαρτί, εφόσον ο πελάτης αποδέχεται τη λήψη ηλεκτρονικών αρχείων, τα οποία περιέχουν όλα τα δεδομένα και τις ενδείξεις που αποτυπώνονται στο στέλεχος ή το ηλεκτρονικό αρχείο του εκδότη των στοιχείων».
Στα δε ευρωπαϊκά κείμενα υπάρχει σίγουρα από το 2001 (Οδηγία 2001/115/ ΕΚ του Συμβουλίου), αλλά δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει υλοποιηθεί. Σήμερα, σύμφωνα λοιπόν: α) με την παράγραφο 2 του άρθρου 14 του Ν. 4308/2014, ηλεκτρονικό τιμολόγιο είναι «…οποιοδήποτε τιμολόγιο περιέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται από τον παρόντα νόμο και το οποίο έχει εκδοθεί και ληφθεί σε ηλεκτρονική μορφή» και β) με το άρθρο 2 της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ, “ηλεκτρονικό τιμολόγιο”: τιμολόγιο που έχει εκδοθεί, διαβιβαστεί και παραληφθεί σε διαρθρωμένη ηλεκτρονική μορφή, η οποία επιτρέπει την αυτόματη και ηλεκτρονική επεξεργασία του».
ΣΥΝΕΠΩΣ, «ηλεκτρονική τιμολόγηση» σημαίνει «ανταλλαγή δεδομένων (data)» μεταξύ των συναλλασσόμενων και σε καμιά περίπτωση δεν είναι ανταλλαγή «πιστοποιημένων εγγράφων» έστω και ηλεκτρονικά (pdf κ.λπ.), όπως έμμεσα προβάλλεται συχνά στην Ελλάδα. Στον δημόσιο διάλογο συνεχώς συγχέονται οι όροι «ηλεκτρονική τιμολόγηση» που προβλέπεται στο άρθρο 14 του Ν.4308/2014 και «αυθεντικότητα ενός παραστατικού» που προβλέπεται στο άρθρο 15 του ιδίου νόμου.
Το πρακτικό πρόβλημα για την υιοθέτηση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης στην καθημερινότητα είναι «η αυτόματη λήψη – παραλαβή», όπως σωστά προβλέπεται στη σχετική νομοθεσία, από τους λήπτες των εκδοθέντων παραστατικών, που οφείλεται στη διαφορετικότητα των μηχανογραφήσεων που διαθέτουν οι επιχειρήσεις. Έτσι, η μόνη λύση για τη «συμβατότητα» των διαφορετικών μηχανογραφικών συστημάτων είναι η -διά νόμου- καθιέρωση Μορφότυπου του ηλεκτρονικού τιμολογίου.
Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ από την πολιτεία «Μορφότυπου» προβλέπεται και από την Οδηγία 2014/55/ΕΕ, η οποία ήδη ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία -δυστυχώς μόνο για τις συναλλαγές με το Δημόσιο- με την ΚΥΑ 63446/2021 και τα άρθρα 148 -160 του Ν.4972/2022 και πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα συνεισφέρει τα μάλα στον περιορισμό του κόστους λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών. Στον ιδιωτικό τομέα, όμως, η πολιτεία αντί να προωθήσει τη νομοθέτηση «Εθνικού Μορφότυπου» για τις συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα από την υιοθέτησή του, όπως άλλωστε περιγράφεται και στην εισήγηση της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ (μείωση διοικητικού κόστους, επιτάχυνση επεξεργασίας οικονομικών δεδομένων κ.λπ.), προέβη στην εξομοίωση – εξίσωση των έγχαρτων παραστατικών με τα «ηλεκτρονικά τιμολόγια», αρκεί αυτά να έχουν εκδοθεί από «παρόχους ηλεκτρονικής έκδοσης παραστατικών». Δηλαδή, αντί για ηλεκτρονική τιμολόγηση έχουμε αυθεντικοποίηση παραστατικών «μέσω ολίγων», αποκαλώντας τη μάλιστα «ηλεκτρονική τιμολόγηση».
Αν όμως το πρόβλημα είναι η «αυθεντικοποίηση» των μηχανογραφημένων εκδοθέντων παραστατικών, τότε αντί της δημιουργίας «ολιγοπωλίου» στην «αυθεντικοποίηση», η πολιτεία θα μπορούσε να επαναφέρει τη διάταξη της έκδοσης αυθεντικοποιημένων μηχανογραφημένων παραστατικών από πιστοποιημένους φορολογικούς μηχανισμούς Η/Υ, που καταργήθηκε με το άρθρο 51 του Ν.4223/2013, και να μην προτρέπει τις επιχειρήσεις να αυξήσουν το κόστος λειτουργίας τους, αφού θα μπορούσαν μόνες τους να εκδίδουν «αυθεντικοποιημένα» μηχανογραφικά παραστατικά από τα μηχανογραφικά συστήματα που ήδη διαθέτουν. Θεωρώντας «εθνική ανάγκη» να ενισχύεται ο ιδιωτικός τομέας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής -πραγματικής- οικονομίας είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι επιτακτικό να επιταχυνθεί η χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης -για το καλό των επιχειρήσεων- και το πρώτο βήμα είναι η καθιέρωση του «Μορφότυπου». Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτεία επιβάλλεται είτε να εξετάσει άμεσα εκ νέου το «Μορφότυπο» που ισχύει για τις συναλλαγές για το Δημόσιο και να το προσαρμόσει και για τις συναλλαγές του ιδιωτικού τομέα, υιοθετώντας την προτροπή Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (σημείο 22 στην εισήγηση της Οδηγίας 2014/55/ΕΕ) για κοινή χρήση «Μορφότυπου» ηλεκτρονικών τιμολογίων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, είτε να προβεί άμεσα σε έκδοση νέου «μορφότυπου» για τον ιδιωτικό τομέα.
ΑΝ, ΜΑΛΙΣΤΑ, η πολιτεία επιλέξει να δώσει σε όσες επιχειρήσεις αρχίσουν να εκδίδουν «ηλεκτρονικά τιμολόγια», με το μορφότυπο που θα καθιερώσει, τα ίδια φορολογικά κίνητρα με αυτά που έδωσε σε όσους συνεργάζονται με «παρόχους ηλεκτρονικής τιμολόγησης», τότε είναι βεβαία η επιτυχία του εγχειρήματος, διότι δεν πρέπει να διαφεύγει κανενός ότι η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων διαθέτει βασικά μηχανογραφικά συστήματα ή μπορούν να εξυπηρετηθούν από υποδομές τρίτων, χωρίς σημαντικές οικονομικές επιβαρύνσεις.