Τoυ Νίκου Μαρκάτου, ομότ. καθηγητή ΕΜΠ, π. πρύτανη ΕΜΠ και υποψήφιου δημοτικού συμβούλου Αθήνας με τον συνδυασμό «Ανοιχτή Πόλη»
ΜΕ ΡΩΤΑΝΕ για ποιο λόγο κατεβαίνω υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στην Αθήνα. Τι μπορεί να προσδοκώ, τι έχω να προσφέρω και γενικά ποιο είναι το νόημα του σταθμού αυτού. Θα μπορούσα να δώσω μια εύκολη απάντηση με κάπως στρογγυλεμένο ξύλινο λόγο: «θέλω να προσφέρω στην πόλη», «πιστεύω πως η Αθήνα έχει πολλά που μπορούν να γίνουν καλύτερα», «οι γνώσεις και η εμπειρία μου στη διάθεση του Δήμου και των πολιτών». Θα έλεγα τη μισή αλήθεια, όμως. Και επιπλέον θα έλεγα αυτά που λένε όλοι οι υποψήφιοι, ίσως γιατί πιστεύουν ότι αυτά είναι που θέλουν να ακούνε οι ψηφοφόροι. Αυτά, μαζί με διάφορα που δήθεν τους κάνουν να ξεχωρίζουν από την άλλη παράταξη.
ΌΜΩΣ, λυπάμαι, ή μάλλον χαίρομαι που δεν θα ακολουθήσω την πεπατημένη: Αποφάσισα να κατέβω για δημοτικός σύμβουλος γιατί η Αθήνα είναι μια άσχημη και εχθρική πόλη. Μια πόλη που διδάσκει την απανθρωπιά και τη σύνθλιψη κάθε έννοιας ποιότητας ζωής. Που υποκρίνεται ότι ενδιαφέρεται για το περιβάλλον, ενώ βρίσκεται στις χειρότερες θέσεις οποιασδήποτε κατάταξης σχετικά με την προστασία του. Που θέλει να φαίνεται ότι είναι μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ενώ στην πραγματικότητα, εκτός από 2-3 γειτονιές, είναι έως και αβίωτη.
ΑΥΤΗ είναι η πραγματικότητα και όποιος την αποκρύπτει πίσω από τον ξύλινο λόγο που μόνο στην εκλογή στοχεύει, δεν έχει θέση εκεί που η Αθήνα έχει άλλη μία ευκαιρία να στοχαστεί και να δράσει. Επειδή εμείς τη βλέπουμε την πραγματικότητα, δεν την κρύβουμε και δεν χαϊδεύουμε τα αυτιά κανενός. Και αυτό μας κάνει ελεύθερους να λέμε αλήθειες.
ΠΟΙΟΣ μπορεί να κυκλοφορήσει στην Αθήνα; Μήπως τα αυτοκίνητα; Οι πεζοί, τα άτομα με ειδικές ανάγκες; Οι μητέρες με το καροτσάκι; Οι ηλικιωμένοι; Το κέντρο και όχι μόνο το κέντρο, δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτή την ποσότητα, αλλά και αυτή την ποιότητα κινητικότητας. Και λέγοντας ποιότητα εννοούμε την αντικοινωνική συμπεριφορά όσων αγνοώντας κάθε κανόνα σταθμεύουν αυτοκίνητα και δίκυκλα όπου θέλουν, κόβοντας τον δρόμο και το πεζοδρόμιο στους συμπολίτες μας. Και μένουν ατιμώρητοι, γιατί τόσο η δημοτική αστυνομία, όσο και η τροχαία, δεν τολμούν να παρέμβουν παρά μόνο σπάνια και για προσχηματικούς ή, χειρότερα, για εισπρακτικούς λόγους. «Για ποιο λόγο;» θα πει κανείς. Μα για το «πολιτικό κόστος». Οι διοικήσεις της Αθήνας θέλουν να φαίνονται «ευχάριστες» και για τον λόγο αυτό δεν είναι σε θέση να πάρουν καμία ουσιαστική απόφαση που να μπορεί να θεωρηθεί «δυσάρεστη». Σφραγίζουν έτσι το δικαίωμα στην αντικοινωνική συμπεριφορά με αντάλλαγμα, άραγε, τη συμπάθεια (και την ψήφο) όσων την εκδηλώνουν; Όπως και να ’χει, η κατάσταση δεν διορθώνεται ούτε με καινούργιους δρόμους, ούτε μόνο με περισσότερα λεωφορεία. Χρειάζεται αλλαγή τρόπου σκέψης και συγκρούσεις. Που, δυστυχώς, αυτοί που κατ’ επάγγελμα χαϊδεύουν τα αυτιά ψηφοφόρων, δεν προτίθενται να κάνουν, μόνο να υποκριθούν προτίθενται.
ΠΟΙΑ είναι η ποιότητα του περιβάλλοντος; Τι γίνεται με το πράσινο; Την ηχορύπανση; Απολύτως τίποτε, γιατί όσα γίνονται στην επιφάνεια δεν φέρνουν αποτελέσματα μέσα σε μια δημοτική θητεία. Και γιατί και το περιβάλλον υποβαθμίζεται κυρίως από το κυκλοφοριακό και τα ευρύτερα θέματα που σχετίζονται με αυτό. Δυστυχώς και εδώ είναι εύκολος ο κενός δήθεν πολιτικός λόγος με τις γενικολογίες που πρακτικά, χρόνια τώρα, αναπέμπουν στις καλένδες.
ΠΟΣΟ ασφαλείς νιώθουμε, ειδικά σε κάποιες «γνωστές άγνωστες» γειτονιές; Υπάρχει πραγματική προσπάθεια από τη δημοτική αρχή να συμβάλει στη μετρίαση έστω των αιτιών που γεννάνε ανασφάλεια; Ή μόνο υποκρισία; Δυστυχώς, μόνο υποκρισία. Και πλήρη αδυναμία ή, καλύτερα, έλλειψη βούλησης να ασχοληθούμε με το θέμα. Οπότε αφήνουμε τα πράγματα στον κοινωνικό αυτοματισμό που οδηγεί στην γκετοποίηση.
ΕΙΝΑΙ η Αθήνα σε θέση να αντιμετωπίσει φυσικά φαινόμενα όπως αυτό της Θεσσαλίας; Ας μη γελιόμαστε, και εδώ η απάντηση είναι όχι. Και δεν είναι οι ειδικοί που μπορούν να μας σώσουν με μια μελέτη. Είναι, και στην περίπτωση αυτή, μια συνολική αντιμετώπιση με όπλο όχι μόνο τη γνώση, αλλά και τη βούληση της σύγκρουσης ακόμη και με θεσμούς.
ΓΙΑ ΟΛΑ αυτά, και για πολλά άλλα, δεν υπάρχουν απλές λύσεις. Όποιοι λένε ότι έχουν τρόπο στη θητεία τους να φέρουν αποτελέσματα, λένε απλά ψέματα. Η απλή αλήθεια είναι ότι δεν τολμούν πραγματικά να βελτιώσουν τίποτε. Δήθεν έργα βιτρίνας, και αυτά οικτρά αποτυχημένα. Δυστυχώς, κάνουν ό,τι χρειάζεται για να μην μπορεί κανείς να τους πει ότι δεν έκαναν κάτι. Όμως, δύο αρνήσεις δεν είναι μια κατάφαση: είναι μια υποκρισία. Στην Αθήνα πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή. Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς: δεν πάει άλλο. Ακόμη και αν σαν τον Μυθριδάτη συνηθίσαμε αυτή την εχθρική καθημερινότητα των δρόμων, του περιβάλλοντος, της ασφαλείας, η προειδοποίηση της Θεσσαλίας είναι πολύ μεγάλη για να περάσει απαρατήρητη.
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ όλα αυτά συνδέονται, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να αναθέτουμε τη διοίκηση της Αθήνας σε κάθε είδους celebrities και διαπλεκόμενους. Δεν χρειάζεται η Αθήνα απλά τη γνώση που άνθρωποι σαν και μένα διαθέτουν. Χρειάζεται την κρίση και τη φαντασία να αξιοποιήσει τη γνώση αυτή με ρήξεις και συγκρούσεις που όμως θα φέρουν αποτέλεσμα. Ακριβώς τις ιδιότητες που κατέχει ο σύντομα δήμαρχος Κώστας Ζαχαριάδης, ένας εξαίρετος νέος άνθρωπος, και όλοι οι υποψήφιοι σύμβουλοι της «Ανοιχτής Πόλης». Χρειάζεται αλήθειες και όχι άλλα καταστροφικά ψέματα. Χρειάζεται δουλειά, για να πάψει η ασχήμια, η σύνθλιψη της αξιοπρέπειας, αλλά και της ασφάλειας των πολιτών και των επισκεπτών της Αθήνας. Να για ποιο λόγο κατεβαίνω στην Αθήνα και δεσμεύομαι για αλήθειες και δύσκολη δουλειά, με ρήξεις όπου χρειάζεται. Γιατί «δεν πάει άλλο» και αυτό πρέπει να το καταλάβουμε όλοι και να πάρουμε όλες τις δύσκολες αλλά αναγκαίες για την επιβίωση, τελικά, αποφάσεις.