Τoυ Άγγελου Χρυσόγελου, αναπληρωτή καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University
ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ηγεσίες παντού στον κόσμο αρέσκονται να παρουσιάζουν την απευθείας εκλογή του αρχηγού ή του υποψηφίου σε κάποια επερχόμενη εκλογή του κόμματος ως «γιορτή της δημοκρατίας». Εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται εύλογο. Τα μέλη, οι οπαδοί ή οι απλοί «φίλοι» του κόμματος ψηφίζουν αδιαμεσολάβητα τον αρχηγό τους, χωρίς να παρεμβάλλονται οι επάρατοι «κομματικοί μηχανισμοί». Η αμεσότητα αυτών των διαδικασιών δίνει στους εκλεγμένους αρχηγούς μεγάλη νομιμοποίηση και εμμέσως ανανεώνει συνολικά το πολιτικό σύστημα.
ΑΥΤΟ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ λέει η θεωρία. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Όπου και αν κοιτάξει κανείς, η επέκταση της μεθόδου της εκλογής αρχηγού από τη βάση -συχνά αποκαλούμενη «προκριματικές εκλογές» ως μετάφραση των «primaries» στις ΗΠΑ- δεν φαίνεται να έχει ανακόψει τις τάσεις που υποτίθεται ότι αυτή θα μετέστρεφε. Παντού στον δυτικό κόσμο τα μέλη των κομμάτων μειώνονται, το ενδιαφέρον για την πολιτική αποδυναμώνεται και ο κυνισμός αυξάνεται. Η υιοθέτηση «προκριματικών» εκλογών, συχνά η απέλπιδα προσπάθεια κομμάτων σε παρακμή να αναζωογονήσουν το ενδιαφέρον του κόσμου για αυτά, απλώς μεταφέρει στο επίπεδο του ενός κόμματος τις τάσεις που ήδη διαφαίνονταν στο επίπεδο του κομματικού συστήματος συνολικά.
ΑΥΤΗ Η ΤΑΣΗ είναι σαφής στην Ελλάδα, όπου η συμμετοχή των οπαδών των κομμάτων σε αυτές τις διαδικασίες βαίνει σαφέστατα μειούμενη. Ο αριθμός των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που μετείχε στις πρώτες δύο απευθείας εκλογές αρχηγού που έγιναν στην Ελλάδα είχε μειωθεί κατά 300 χιλιάδες από την πρώτη το 2004 στη δεύτερη το 2007, παρότι η πρώτη εκείνη εκλογή του 2004 ήταν ουσιαστικά μια διά βοής αναγόρευση ενός υποψηφίου, ενώ το 2007 υπήρχαν τρεις υποψήφιοι. Κατά ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, 380 χιλιάδες, μειώθηκαν οι συμμετέχοντες στις εκλογές της Νέας Δημοκρατίας μεταξύ των πρώτων το 2009 και των δεύτερων το 2015 (λαμβάνοντας υπόψη μόνο τους πρώτους γύρους). Τον Κυριάκο Μητσοτάκη εξέλεξαν αρχηγό περίπου 400 χιλιάδες ψηφοφόροι, ενώ στις φετινές εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχαν λιγότεροι από 150 χιλιάδες. Από πουθενά δεν προκύπτει επομένως ότι αυτή η διαδικασία έχει ανανεώσει το ενδιαφέρον του κόσμου για την πολιτική τα τελευταία 20 χρόνια, μάλλον το αντίθετο.
ΑΝ ΔΕΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΕΙ το ενδιαφέρον των πολλών για την πολιτική, τουλάχιστον αυτή η διαδικασία οδηγεί στην επιλογή καλύτερου πολιτικού προσωπικού; Η λογική εδώ είναι ότι οι υποψήφιοι αρχηγοί των κομμάτων υποβάλλονται εξαρχής στη βάσανο του διαλόγου, δεν «φυτεύονται» στην ηγεσία από μηχανισμούς ή οικογενειακές παραδόσεις, και τελικά η δημοκρατία συνολικά επωφελείται από την ανάδειξη καλύτερων ηγεσιών, φιλτραρισμένων από τη λογοδοσία προς ένα ευρύ εκλεκτορικό σώμα.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ δεν έχουμε λόγο μέχρι στιγμής να θεωρούμε ότι η διαδικασία των προκριματικών εκλογών ευθύνεται για την επιλογή χειρότερων ηγεσιών από ό,τι θα έκαναν οι κομματικοί μηχανισμοί, αλλά δεν έχουμε και λόγο να θεωρούμε ότι βελτίωσαν και την κατάσταση. Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., οι προκριματικές εκλογές μέχρι στιγμής έχουν εκλέξει αρχηγούς που κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν αναδειχθεί και με πιο κλειστές διαδικασίες. Αν μη τι άλλο, τα αποτελέσματα των προκριματικών του ΠΑΣΟΚ το 2004 και το 2007 (αλλά και το 2015 και το 2017), όπως και της Νέας Δημοκρατίας το 2015-16, δεν φαίνεται ότι άλλαξαν και πολλά σε ό,τι αφορά τα εγγενή πλεονεκτήματα που η πολιτική οικογενειακή καταγωγή προσφέρει. Η φετινή εκλογή στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι θα είναι η πρώτη φορά όπου ένας κυριολεκτικά «ξένος» εκλέγεται από τη βάση ενός κόμματος, κόντρα σε ό,τι θα έκαναν οι μηχανισμοί του.
ΑΝ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ των προκριματικών εκλογών στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια κινούνταν επομένως στον μέσο όρο του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού, η διεθνής πείρα δείχνει ότι σε βάθος χρόνου αυτή η πρακτική οδηγεί σε προβληματικές καταστάσεις. Και είναι εδώ που η περίπτωση Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να προβληματίσει, αν όχι για το ιδεολογικό προφίλ του συγκεκριμένου προσώπου, όσο για το τι λέει για τα κριτήρια και τους παράγοντες που καθορίζουν τις επιλογές των ψηφοφόρων σε βάθος χρόνου.
ΣΤΙΣ ΗΠΑ, με τη μακρόχρονη πείρα προκριματικών εκλογών για την ανάδειξη υποψηφίων των κομμάτων για τις προεδρικές εκλογές, οι επιπτώσεις της μεγάλης μεταρρύθμισης της δεκαετίας του ’70 που αφαίρεσε δύναμη από τα κομματικά συνέδρια και την έδωσε στη μάζα των κομματικών ψηφοφόρων είναι δύο.
ΠΡΩΤΟΝ, εκείνη η μεταρρύθμιση επέφερε μια τρομακτική αύξηση της επιρροής των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στην πολιτική, καθώς για να κερδίσουν το χρίσμα οι υποψήφιοι χρειάζονται απίστευτα ποσά για προεκλογικές δαπάνες.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, εκτοξεύθηκε η ιδεολογική πόλωση μεταξύ των κομμάτων.
ΟΙ ΠΡΟΚΡΙΜΑΤΙΚΕΣ εκλογές επομένως είναι διαδικασίες όπου οι υποψήφιοι συνήθως πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερη ιδεολογική καθαρότητα, τουλάχιστον αρχικά, όταν συστήνονται στα μέλη του κόμματος. Προοδευτικά, αυτό μπορεί να οδηγήσει στη ριζοσπαστικοποίηση της εκλογικής βάσης του κόμματος, όπως έχει συμβεί στις ΗΠΑ με τους Ρεπουμπλικάνους και στη Βρετανία με το Συντηρητικό κόμμα, όπου την τελευταία δεκαετία οι εκλογές αρχηγών από τη βάση σταθερά τιμωρούν τους μετριοπαθείς υποψηφίους.
ΑΥΤΕΣ οι δυο τάσεις έχουν φαινομενικά αντίρροπες επιπτώσεις, από κοινού όμως αναδεικνύουν τους κινδύνους της εκλογής των κομματικών ηγεσιών από τη βάση. Αν η εσωκομματική συζήτηση γίνεται με αυστηρά ιδεολογικούς όρους, το αποτέλεσμα συνήθως ευνοεί τους πιο ριζοσπάστες και «σκληρούς» υποψηφίους. Αν στις εσωκομματικές εκλογές, αντίθετα, επικρατεί χαλαρότητα, ιδιαίτερα σε κόμματα με μικρή προϊστορία και αδύναμες δομές, ο κίνδυνος είναι η διαδικασία να διολισθήσει σε ένα μιντιακό θέαμα, όπου επιβραβεύεται ο υποψήφιος με τους περισσότερους πόρους ή την εξυπνότερη επικοινωνία.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ οι προκριματικές εκλογές δεν έχουν παραγάγει μέχρι στιγμής ριζοσπαστικοποίηση (αν και κάποιος θα μπορούσε να πει ότι στις εσωκομματικές της Ν.Δ. και το 2009 και το 2016 κέρδισε ο πιο «σκληρός» έναντι των αντιπάλων του κόμματος υποψήφιος). Ο μεγαλύτερος κίνδυνος αντίθετα είναι ο δεύτερος: να αποδυναμωθούν οι δομές και οι μηχανισμοί ελέγχου των κομμάτων τόσο ώστε η επιλογή των ηγεσιών να γίνει κυριολεκτικά ένας διαγωνισμός αλεξιπτωτιστών, σελέμπριτι ή μεγαλο- επιχειρηματιών, ιδιαίτερα όσο σε αυτές τα κόμματα προσκαλούν τους κάθε λογής «φίλους», επιτείνοντας τη χαλαρότητα και την α-πολιτικότητα της διαδικασίας. Το φαινόμενο Κασσελάκη θα πρέπει να προβληματίσει τους πάντες, μέσα αλλά κυρίως έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ.