Της Tατιάνας Ψαριανού, αντιπροέδρου της εταιρείας Γραφείο Ψαριανού Α.Ε., ελεγκτές – σύμβουλοι Επιχειρήσεων
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ που ανακύπτουν κατά τη φορολόγηση των εισοδημάτων μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών είναι συχνά, αφού είναι συνυφασμένα με τις παθογένειες και τις ασάφειες του φορολογικού μας συστήματος.
ΚΑΙ ΕΝΑ απ’ αυτά που παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον σχετίζεται με την έκπτωση ασφαλίσματος ομαδικού συνταξιοδοτικού προγράμματος που καταβάλλεται από εταιρεία για ελεύθερο επαγγελματία ο οποίος φορολογείται ως μισθωτός.
ΣΥΜΦΩΝΑ με την παρ. 1, του άρθρου 12, του Ν. 4172/13, «το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία […] περιλαμβάνει τα πάσης φύσεως εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος που αποκτώνται στο πλαίσιο υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης».
ΕΠΙΣΗΣ, βάσει της περ. στ, της παρ. 2, του άρθρου 12, του ίδιου νόμου, «για τους σκοπούς του ΚΦΕ, εργασιακή σχέση υφίσταται όταν ένα φυσικό πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες: […] βάσει έγγραφων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή συμβάσεων έργου, με […] νομικά πρόσωπα […] τα οποία δεν υπερβαίνουν τα τρία (3) ή, εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτόν, ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75% του ακαθάριστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα προέρχεται από ένα (1) από τα […] νομικά πρόσωπα […] που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες και εφόσον δεν έχει την εμπορική ιδιότητα και δεν διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση που διαφέρει από την κατοικία του».
ΣΤΗΝ ΠΟΛ. 1072/15 διευκρινίζεται ότι «με τις διατάξεις της περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 4172/2013 ορίζεται ότι στην κατηγορία εισοδήματος από μισθωτή εργασία εντάσσεται και η απόκτηση εισοδήματος από άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στις ίδιες ως άνω διατάξεις. Εν όψει των ανωτέρω διευκρινίζεται ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν αλλάζουν την κατηγορία πηγή προέλευσης του εισοδήματος και απλώς κρίνουν την κλίμακα (από μισθωτή εργασία ή από επιχειρηματική δραστηριότητα) σύμφωνα με την οποία θα φορολογηθεί το εκάστοτε εισόδημα κατά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων. Συνεπώς, για την παρακράτηση στα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, ακόμα και αν γι’ αυτά τα εισοδήματα κριθεί ότι φορολογούνται με την κλίμακα των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 62 και 64 του Ν. 4172/2013 και οι οδηγίες που δόθηκαν με την ΠΟΛ. 1120/25.4.2014 εγκύκλιο».
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑ, στις Ερωτήσεις – Απαντήσεις Βεβαιώσεων Αποδοχών έτους 2022, τις οποίες ανάρτησε η ΑΑΔΕ στις 25/01/2023, αναφέρεται ότι «η κατηγορία – πηγή προέλευσης του εισοδήματος φυσικού προσώπου που έχει κάνει έναρξη και εκδίδει ΔΠΥ (Δελτίο Παροχής Υπηρεσίας) εξακολουθεί να είναι από επιχειρηματική δραστηριότητα ανεξάρτητα από το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της περ. στ’, της παρ. 2, του άρθρου 12, του ν. 4172/2013, και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο ΕΦΚΑ ορίζει για τις ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν το φυσικό αυτό πρόσωπο να παρακρατούνται και να αποδίδονται από τον πελάτη – εργοδότη του. Για την παρακράτηση φόρου έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στην ΠΟΛ. 1120/2014 και στην περίπτωση αμοιβών συμβουλών διοίκησης ορίζεται συντελεστής παρακράτησης 20%. Ο φόρος παρακρατείται στο ακαθάριστο – μικτό ποσό (προ των ασφαλιστικών κρατήσεων που βαρύνουν το φυσικό πρόσωπο). Το φυσικό πρόσωπο υποβάλλει Ε3 και οι ασφαλιστικές κρατήσεις που αφορούν τον ίδιο και οι οποίες έγιναν από τον πελάτη του, εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά του. Οι αμοιβές αυτές του φυσικού προσώπου αποστέλλονται σύμφωνα με το αρχείο βεβαιώσεων από επιχειρηματική δραστηριότητα».
ΕΠΟΜΕΝΩΣ, ο ελεύθερος επαγγελματίας που παρέχει τις υπηρεσίες του σε εταιρεία με σχέση μη εξαρτημένης εργασίας και για την αμοιβή των εν λόγω παρεχόμενων υπηρεσιών εκδίδει ΤΠΥ, θεωρείται ότι αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, το οποίο όμως, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της περ. στ΄, της παρ. 2, του άρθρου 12, του Ν. 4172/13, φορολογείται με την κλίμακα των μισθωτών. Από το εν λόγω εισόδημα εκπίπτουν μόνο οι ασφαλιστικές του κρατήσεις. Επομένως, θεωρούμε ότι δεν εκπίπτει από τα έσοδα της εταιρείας το ποσό που καταβάλλεται για λογαριασμό του στο πλαίσιο ομαδικού συνταξιοδοτικού προγράμματος.
ΣΤΗΝ περ. ζ, της παρ. 3, του άρθρου 12, του Ν. 4172/13, αναφέρεται ότι «ως ακαθάριστα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις θεωρούνται τα εξής: […] το ασφάλισμα που καταβάλλεται εφάπαξ ή με τη μορφή περιοδικής παροχής στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων».
ΒΑΣΕΙ της περ. ι, της παρ.1, του άρθρου 14, του Ν. 4172/13, «από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις εξαιρούνται: […] τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο ή τον εργοδότη για λογαριασμό του εργαζομένου στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων».
ΚΑΤΑ την άποψή μας, και βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων, το ποσό που καταβάλλεται από εταιρεία για τον ελεύθερο επαγγελματία, στο πλαίσιο ομαδικού συνταξιοδοτικού συμβολαίου, δεν απαλλάσσεται της φορολογίας και συνυπολογίζεται στο φορολογητέο του εισόδημα, αφού η απαλλαγή (κατά τα οριζόμενα στην περ. ι, της παρ.1, του άρθρου 14, του Ν. 4172/13) ισχύει μόνο κατά τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και όχι από επιχειρηματική δραστηριότητα.
ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, θεωρούμε ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας θα πρέπει να τιμολογεί το ποσό που καταβάλλει η εταιρεία για λογαριασμό του για το ασφαλιστήριο συνταξιοδοτικό συμβόλαιο και να το συνυπολογίζει ως παρεπόμενο έσοδο, το οποίο, όμως, δεν θα υπάγεται σε παρακράτηση φόρου 20%, αφού δεν αποτελεί αμοιβή για τεχνικές, συμβουλευτικές και λοιπές υπηρεσίες ούτε αμοιβή διοίκησης.