Των δρ. Χρήστου Nούνη, προέδρου Δ.Σ. του TEAΥΠΟΙΚ και της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛΕΤΕΑ) και δρ. Χαράλαμπου Φύτρου, FHAS, CFA, αναλογιστή – χρηματοοικονομικού αναλυτή, β’ αντιπροέδρου της ΕΛΕΤΕΑ
ΠΑΡΟΤΙ ΣΗΜΕΡΑ φαίνεται αδιανόητο ένα σπίτι να μη διαθέτει φούρνο μικροκυμάτων, η τεχνολογία αυτής της συσκευής χρειάστηκε περίπου δύο δεκαετίες για να μπει μόλις στο 10% των αμερικανικών νοικοκυριών. Φανταστείτε επομένως πόσο πιο δύσκολη έως ακατόρθωτη φαντάζει η πρόσβαση και διάχυση του θεσμού της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης μέσω των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) σε κάθε εργαζόμενο και εργοδότη.
ΔΥΟ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ από την εισαγωγή του θεσμού της επαγγελματικής ασφάλισης στην Ελλάδα και αριθμούμε μόλις 28 ΤΕΑ που καλύπτουν ασφαλιστικά περίπου 55 χιλ. εργαζόμενους – δηλαδή, κάτω από το 2% του εγχώριου εργατικού δυναμικού. Ασφαλώς, τα νούμερα αυτά μας καθιστούν ουραγούς μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ως προς τη διείσδυση των ΤΕΑ στο ασφαλιστικό σύστημα, με το μέγεθος των ΤΕΑ προαιρετικής ασφάλισης σε όρους αξίας περιουσιακών στοιχείων να προσεγγίζει μόλις το 0,1% του ΑΕΠ, όταν σε άλλες χώρες της Ευρώπης ξεπερνάει ακόμα και το 100%!
ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ δυνατό ένας τέτοιος θεσμός, που μόνο οφέλη παρέχει στους κοινωνικούς εταίρους και την εθνική οικονομία, να διαχυθεί αποφασιστικά στην αγορά εργασίας; Λαμβάνοντας υπόψη ότι στο ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα έχει προβλεφθεί για τα ΤΕΑ ένας συμπληρωματικός ρόλος προαιρετικού χαρακτήρα, η απάντηση είναι μονόδρομος: παρέχοντας κίνητρα, πολλαπλά και στοχευμένα σε επιχειρηματίες και εργαζομένους, καθώς εξαιτίας της μη κερδοσκοπικής τους φύσης τα ΤΕΑ δεν μπορούν να «πωληθούν», όπως π.χ. τα ασφαλιστικά προϊόντα των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Αντίθετα, αφορούν έναν θεσμό συνταξιοδοτικής αποταμίευσης που μόνο αν παραμένει ελκυστικός μπορεί να λειτουργήσει. Διαφορετικά, πνίγεται μεταξύ της άτεγκτης υποχρεωτικότητας της κοινωνικής ασφάλισης και της ευέλικτης υπόσχεσης των ασφαλιστικών προϊόντων.
ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΜΕ για στοχευμένα κίνητρα, εννοούμε συμβατά με τα εμπειρικά δεδομένα του ελληνικού επιχειρείν και των δυνατοτήτων των κοινωνικών εταίρων για προαιρετική, συμπληρωματική συνταξιοδοτική αποταμίευση. Οι δυνατότητες αυτές είναι εξαρχής πολύ περιορισμένες, αφού η υψηλή φορολογική σφήνα της χώρας μας (37,1% έναντι 34,6% του μ.ό. των χωρών του ΟΟΣΑ το 2022) απορροφά κάθε ικμάδα διαθέσιμου εισοδήματος, αναβάλλοντας κάθε προσπάθεια συνταξιοδοτικής αποταμίευσης. Αν σε αυτή την πραγματικότητα προσθέσουμε και τον εκτεταμένο χρηματοοικονομικό αναλφαβητισμό εργαζομένων και εργοδοτών, ο θεσμός της επαγγελματικής ασφάλισης έχει φάει γκολ από τα αποδυτήρια.
ΕΧΟΝΤΑΣ ΚΑΤΑ νου τη δυσχερή αυτή πραγματικότητα, φανταστείτε τώρα να επιβαρύνουμε τον θεσμό με κάποιες επιπλέον, παράφωνες μεταρρυθμίσεις. Το πιο κλασικό παράδειγμα αφορά τον σχεδιασμό περί φορολόγησης των εφάπαξ παροχών των ΤΕΑ, με ταυτόχρονη αποφορολόγηση των συντάξεων προς ενθάρρυνση των τελευταίων. Πρόκειται, δυστυχώς, για έναν ακατάλληλο σχεδιασμό που στερείται τεχνικής και εμπειρικής θεμελίωσης.
ΤΟΥΤΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ διότι εξαιτίας του τοξικού συνδυασμού που αναφέρθηκε ανωτέρω, οι δυνατότητες κεφαλαιακής συσσώρευσης που μπορούν να υποστηρίξουν μια ουσιώδη επικουρική σύνταξη παραμένουν ιδιαιτέρως χαμηλές. Για του λόγου του αληθές, η κλαδική μελέτη του ΙΟΒΕ για την επαγγελματική ασφάλιση αποκαλύπτει πως το μέσο εφάπαξ για την περίοδο 2005-2021 ήταν μόλις 7,4 χιλ. ευρώ. Άρα το ποσό αυτό είναι απαγορευτικό για την υποστήριξη της εναλλακτικής καταβολής της παροχής με μορφή μηνιαίας σύνταξης στους ασφαλισμένους των ΤΕΑ. Επιπλέον, υπάρχουν δύο ακόμα λόγοι που καθιστούν τον σχεδιασμό ακατάλληλο:
Ο ΠΡΩΤΟΣ αφορά τα υψηλά κόστη (εποπτικά και διαχειριστικά) μετατροπής ενός εφάπαξ σε σύνταξη. Εδώ, δυστυχώς, δεν έχει γίνει κατανοητό ότι το κόστος μετατροπής για τα ΤΕΑ υπολογίζεται σε τελείως διαφορετική τεχνική βάση απ’ ό,τι για παράδειγμα στο ΤΕΚΑ, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν θεσμικά δημοσιεύματα με έωλες μετατροπές εφάπαξ σε σύνταξη που δεν λαμβάνουν υπόψη την εποπτική πραγματικότητα των ΤΕΑ.
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, με βάση ιδιαιτέρως συντηρητικούς υπολογισμούς της ΕΛΕΤΕΑ, το κόστος μετατροπής για ένα συσσωρευμένο κεφάλαιο 30 χιλ. ευρώ φτάνει το 35% του κεφαλαίου! Ακόμα χειρότερα, το κόστος αυτό δεν παραμένει διαχρονικά σταθερό, αλλά διαρκώς μεταβάλλεται καθώς εξαρτάται από το εκάστοτε επιτοκιακό περιβάλλον των αγορών χρήματος. Έτσι, καταλήγει να διαχωρίζει τους συνταξιούχους σε γενιές «τυχερών» και «άτυχων», αναλόγως της χρονικής συγκυρίας της μετατροπής.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ αφορά τη σύγχρονη πραγματικότητα που έχει απαξιώσει σε μεγάλο βαθμό το κλασικό μοντέλο της μηνιαίας καταβαλλόμενης ισόβιας σύνταξης που συνηθίσαμε τα τελευταία 100 χρόνια και έχει αποδείξει ότι τα έξοδα διαβίωσης του σημερινού συνταξιούχου, εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και των καινοτόμων δυνατοτήτων που διανοίγονται, δεν επέρχονται πλέον με ομαλό και συνεχή τρόπο στη διάρκεια της ζωής του, αλλά προκύπτουν εκτάκτως, διακεκομμένα και απρογραμμάτιστα. Συνεπώς, οι εφάπαξ παροχές δίνουν στον συνταξιούχο δυνατότητες ανταπόκρισης σε ανάγκες της σύγχρονης ζωής που δεν μπορεί να καλύψει η ισοπεδωτική καταβολή μιας μηνιαίας σύνταξης.
ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΕΤΑΙ ότι από την αντίστοιχη εμπειρία της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς, οι παροχές σε μορφή σύνταξης αποτελούν περίπου το 5% επί των συνολικών αποζημιώσεων των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, παρότι στην περίπτωση των ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων υφίσταται ήδη φορολογική ενθάρρυνση της σύνταξης έναντι της εφάπαξ παροχής. Αναρωτιέται επομένως κανείς γιατί χρειάζεται μια αποτυχημένη πρακτική από τον χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης να μεταφερθεί και στον χώρο της επαγγελματικής.
ΤΕΛΟΣ, η υπερβολική ρύθμιση των προϋποθέσεων λήψης παροχών των ΤΕΑ αποτελεί άλλη μια κυβερνητική πρόθεση παρέμβασης προς τη λάθος κατεύθυνση, καθώς παραβλέπει το γεγονός ότι ο 2ος πυλώνας δεν είναι θεσμός υποχρεωτικής προσχώρησης (όπως η κοινωνική ασφάλιση), αλλά αμιγώς προαιρετικός που δεν υπόκειται σε κανέναν μηχανισμό αυτόματης εγγραφής (που όπως έχει αποδειχτεί εμπειρικά από τις χώρες της Ε.Ε. ωθεί καταλυτικά στην αύξηση της συμμετοχής στον θεσμό). Συνεπώς η υιοθέτηση τέτοιων ρυθμίσεων σε έναν προαιρετικού χαρακτήρα εγχώριο θεσμό αναμένεται να αλλοιώσουν κάθε ελκυστικότητά του και να ωθήσουν τους κοινωνικούς εταίρους στην αναζήτηση υπηρεσιών επαγγελματικής ασφάλισης εκτός ελληνικών συνόρων.