Τα επιτόκια δανεισμού μπορεί να αυξάνονται, αλλά τα επιτόκια καταθέσεων παραμένουν στο μηδέν, κάτι που προκαλεί εκνευρισμό στους καταθέτες, που βλέπουν τον πληθωρισμό να μειώνει την αξία των χρημάτων τους.
Με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τον Απρίλη, το μέσο επιτόκιο νέων δανείων ήταν στο 5,85%, πάνω από 1% έως 2% ακριβότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντίθετα, το μέσο επιτόκιο καταθέσεων ήταν στο 0,25%, χαμηλότερα και από το μέσο ημερήσιο επιτόκιο των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Σε πρόσφατη συνάντηση με τις διοικήσεις των τραπεζών, ο υπουργός Οικονομικών συνέχισε την προσπάθεια να τις πείσει να ανεβάσουν τα επιτόκια των καταθέσεων για πρώτη φορά από την οικονομική κρίση. Οι τράπεζες αρνήθηκαν και προέβαλαν άλλες λύσεις. Να εκπαιδεύσουν τους καταθέτες να χρησιμοποιούν άλλα «τραπεζικά προϊόντα» τα οποία δίνουν υψηλότερες αποδόσεις.
Το «γιατί» οι τράπεζες αρνήθηκαν, δεν είναι απλό. Στο παρελθόν έδιναν απλόχερα υψηλές αποδόσεις. Όμως, μετά την κρίση η οικονομική τους δυναμική μειώθηκε σημαντικά.
Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο. Οι τράπεζες δίνουν αποδόσεις στους καταθέτες και παίρνουν κέρδη από τα δάνεια.
Όταν τα επιτόκια δανεισμού ανεβαίνουν, για να αποφασίσουν να δώσουν μεγαλύτερη απόδοση στην κατάθεση θα πρέπει να έχουν ένα αρκετά μεγάλο δανειακό χαρτοφυλάκιο κυμαινόμενου επιτοκίου και να δίνουν αρκετά καινούργια δάνεια, ώστε με αυτά τα κέρδη -συν τα όποια κέρδη από ίδιες επενδύσεις- να μπορούν να καλύπτουν τις υψηλότερες καταθετικές αποδόσεις.
Μετά την κρίση του 2008, οι κυβερνήσεις επέβαλαν αυστηρότερα πλαίσια λειτουργίας στις τράπεζες με τη συνθήκη Βασιλεία ΙΙΙ.
Στην Ευρώπη, ο λόγος δανείων προς καταθέσεις ήταν 125% το 2015. Πλέον είναι κοντά στο 104%. Επίσης, αρκετά δάνεια τα τελευταία χρόνια ήταν σταθερού επιτοκίου και δεν έχουν αναπροσαρμοστεί προς τα πάνω.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες δεν μπορούν να δίνουν τόσα δάνεια όσα στο παρελθόν, ούτε να παίρνουν τα ίδια ρίσκα. Άρα, δεν έχουν την κερδοφορία για να δίνουν σημαντικά υψηλότερα επιτόκια στις καταθέσεις.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι χειρότερο, καθώς οι τράπεζες μόλις εξήλθαν από μια μακρά περίοδο εξυγίανσης και οι ισολογισμοί τους είναι πιο αδύναμοι απ’ αυτούς των ευρωπαϊκών εταίρων τους. Γι’ αυτό και τα υψηλότερα επιτόκια δανείων και τα χαμηλότερα επιτόκια καταθέσεων σε σχέση με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό.
Το μόνο καταθετικό τραπεζικό προϊόν είναι… η κατάθεση. Κάθε άλλο προϊόν αποτελεί επένδυση. Ας στραφούμε λοιπόν στο τι πρέπει να γνωρίζουν οι καταθέτες πριν κληθούν να αλλάξουν… κατηγορία.
Τα «τραπεζικά προϊόντα» είναι, πιθανόν, ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια ή, σύμφωνα με τελευταίες πληροφορίες, ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, που η κυβέρνηση σκέφτεται να προσφέρει στο επενδυτικό κοινό και πάλι επ’ ευκαιρία της επερχόμενης κατάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.
Ίσως μάλιστα η άρνηση των τραπεζών να προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια είναι ευκαιρία για το ελληνικό κράτος, καθώς θα μπορεί να δώσει εκείνο πολύ υψηλότερες αποδόσεις, ελπίζοντας ότι το κοινό θα ξεχάσει το κούρεμα των ομολόγων του 2012.
Όσον αφορά τα ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου, τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Αν κάποιος πιστεύει ότι κατά τη διάρκεια του ομολόγου η περίπτωση να ξαναχρεοκοπήσει το ελληνικό κράτος είναι σχετικά μικρή, μπορεί να το εμπιστευτεί. Αν δεν εμπιστεύεται τη διαχρονική σταθερότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, τότε ίσως θα πρέπει να στραφεί σε άλλες λύσεις.
Πέραν των ομολογιακών κεφαλαίων εσωτερικού, υπάρχουν πολλά αμοιβαία κεφάλαια που αποτελούνται από εταιρικά και κυβερνητικά ομόλογα εξωτερικού. Στις πλείστες όσες περιπτώσεις, το κύριο μέρος του χαρτοφυλακίου βρίσκεται σε ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Τι πρέπει να ξέρει κάποιος;
- Δεν είναι για όλους. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία, η λεγόμενη MiFid II, είναι αρκετά αυστηρή και ο πιθανός επενδυτής πρέπει να περάσει από τεστ καταλληλόλητας πριν του γίνει μια επενδυτική πρόταση.
- Επενδυτική βαθμίδα δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ρίσκο. Υπάρχει, και μάλιστα σε αρκετές μορφές.
α)Ρίσκο τιμής. Οι τιμές των ομολόγων κινούνται ανάλογα με τις αγορές. Η μεταβλητότητά τους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ο βασικότερος των οποίων είναι η «διάρκειά» τους, ένας πολύπλοκος υπολογισμός που σχετίζεται και με τον ορίζοντα λήξης του ομολόγου. Όσο μεγαλύτερη η διάρκεια, τόσο μεγαλύτερο το ρίσκο τιμής, αλλά και η πιθανή απόδοση. Σημαντική είναι επίσης η γεωγραφική του έκθεση. Αν κάποιος δεν εμπιστεύεται την Ελλάδα π.χ., τότε πρέπει να πάει σε ομόλογα ξένων χωρών που εμπιστεύεται. Ο επενδυτής επίσης καλό είναι να ζητήσει το βιογραφικό του διαχειριστή. Τα ομόλογα είναι δύσκολα και χρειάζονται εμπειρία στο τιμόνι.
β)Ρίσκο κουρέματος. Ο επενδυτής πρέπει να βεβαιωθεί ότι τα ομόλογα είναι υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης και ότι υπάρχουν πολλά από αυτά, έτσι ώστε αν ένα κουρευτεί, να μην υπάρχουν σημαντικές απώλειες στο χαρτοφυλάκιο. - Έχουν διασπορά. Η νομοθεσία υποχρεώνει τους διαχειριστές να διασπείρουν τις επενδύσεις για να μειώνουν τον κίνδυνο.
- Έχουν κόστη. Αυτά είναι περίπου από 0,4% της επένδυσης έως 1% της επένδυσης κατ’ έτος.
- Για μεγαλύτερα ποσά επένδυσης, πολλές τράπεζες δίνουν πρόσβαση σε αμοιβαία κεφάλαια μεγάλων εταιρειών εξωτερικού, με κάποιο έξτρα κόστος διάθεσης.
- Το αμοιβαίο κεφάλαιο δεν χρεοκοπεί. Ακόμα και αν η τράπεζα χρεοκοπήσει, ένα αμοιβαίο κεφάλαιο ανήκει στους επενδυτές του και προστατεύεται από τη θεματοφυλακή.
Στη διάρκεια της καριέρας μου έχω δει περίπου χίλιους διαχειριστές επενδύσεων. Αυτό που θα πρέπει να θυμάται κανείς είναι πως η επιλογή τέτοιων επενδύσεων δεν είναι εύκολη. Καθίσταται μάλιστα ακόμα πιο δύσκολη αν κάποιος δεν έχει τη δυνατότητα να μιλήσει ο ίδιος με διαχειριστές. Πριν κάποιος μεταβληθεί από καταθέτη σε επενδυτή είναι καλό να μιλήσει με κάποιον ειδικό που εμπιστεύεται.
Προσωπική άποψη, πάντως, του υπογράφοντος είναι πως η κίνηση θα έχει περιορισμένη επιτυχία. Μετά το 2008, η πώληση επενδυτικών προϊόντων είναι μια περίπλοκη υπόθεση και η νομοθεσία είναι αυστηρή. Δεν είναι πρακτικό να μετατραπούν τα εκατομμύρια των καταθετών σε επενδυτές.