Θεόδωρος Α. Κουτρούκης
Αναπληρωτής καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Λίγο πριν τις εκλογές το Υπουργείο Εργασίας καθόρισε τον νέο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο (ΚΜΗ). Πρόκειται για τη συνέχιση μιας πρακτικής που ξεκίνησε με το νόμο 4172/2013(άρθρο 103), που αφαίρεσε από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) την αρμοδιότητα καθορισμού των μισθών και την ανέθεσε στον υπουργό Εργασίας.
Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή είχε τότε υποστηρίξει ότι η κρατική πρωτοβουλία για τον καθορισμό του εθνικού ΚΜΗ ήταν μια εσφαλμένη και εξωθεσμική παρέμβαση, που θα έπρεπε να αποκατασταθεί.
Τελικά η Πολιτεία διατήρησε αυτή τη νομοθετική πρόβλεψη, ότι δηλαδή για τον καθορισμό του νομοθετημένου ΚΜΗ, θα διεξάγεται διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης, με συμμετοχή επιστημονικών και ερευνητικών φορέων και εμπειρογνωμόνων. Μετά το σχηματισμό φακέλου με ανάλογες τεχνικές εκθέσεις, ο εκάστοτε Υπουργός Εργασίας εκδίδει απόφαση καθορισμού του ΚΜΗ.
Η πολιτική αυτή επιλογή τερμάτισε οριστικά μια πολυετή παράδοση ελεύθερων διαπραγματεύσεων, με την οποία οι κοινωνικοί εταίροι (εργοδοτικές κι εργατικές οργανώσεις) αποφάσιζαν χωρίς κρατική ανάμειξη το ύψος των ελάχιστων αμοιβών, μαζί με άλλα εργασιακά ζητήματα.
Η εξέλιξη αυτή συνιστά επιστροφή στο παρελθόν και συνεπάγεται μια υπέρμετρη παρέμβαση του κράτους στον καθορισμό των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα. Επομένως, η όποια αναπροσαρμογή των μισθών δεν θα οφείλεται πλέον στους εργοδότες και τα εργατικά συνδικάτα και τους αγώνες των τελευταίων. Το «κράτος-πατερούλης» των εργασιακών σχέσεων φροντίζει για αυτό και πλέον χορηγεί αυξήσεις από την «τσέπη» των επιχειρήσεων.
Η εκ νέου ανάθεση της αρμοδιότητας του καθορισμού των ελάχιστων αμοιβών στους κοινωνικούς διαπραγματευτές -μια διαδικασία που συνάδει με τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας- παραπέμπεται προσώρας στις ελληνικές καλένδες. Η ΕΓΣΣΕ παραμένει το άταφο πτώμα που ξέμεινε από την οικονομική κρίση, ακόμη και στη μεταμνημονιακή περίοδο.
Σε αυτό τα σκηνικό η αύξηση του ΚΜΗ οδηγεί σε συγκέντρωση πολυάριθμων μισθωτών στη χαμηλότερη ζώνη αποδοχών, ενώ δύσκολα αναπροσαρμόζονται οι ανώτερες αποδοχές τους, παρά μόνο σε εθελοντική και εξατομικευμένη βάση.
Μετά από το πολυετές «πάγωμα» είναι αναγκαία η βελτίωση των λοιπών αμοιβών -πλην του ΚΜΗ- που παραμένουν αμετάβλητες (τουλάχιστον στο θεσμικό επίπεδο). Μια πρόσφατη έρευνα του ΙΝΕ ΓΣΕΕ έδειξε ότι δεν επήλθε αξιοσημείωτη βελτίωση στους μέσους μισθούς παρά την αύξηση των κατώτατων μισθών, ειδικά την τελευταία 4ετία. Θα πρέπει το συντομότερο να αποκατασταθεί το νομικό πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων και ειδικότερα να επιστρέψει στην ΕΓΣΣΕ η αρμοδιότητα για τον ΚΜΗ στον ιδιωτικό τομέα και να ενεργοποιηθούν περαιτέρω οι κλαδικές και επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις για όλους.
Η πολιτική μισθών στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει, επίσης, να αναθεωρήσει το καθεστώς των τριετιών (καθώς το ποσοστό ανεργίας έχει ήδη μειωθεί σημαντικά), ώστε να μη συνεχιστεί η διάκριση μεταξυ «παλαιών» και «νέων εργαζόμενων».
Επιπλέον, θα μπορούσαν να κινητροδοτηθούν οι επιχειρήσεις στο φορολογικό και ασφαλιστικό πεδίο, ώστε να αναπροσαρμόζουν προς τα άνω τις αμοιβές. Και, φυσικά, να προωθηθούν συστήματα σύνδεσης της αμοιβής με την παραγωγικότητα και τα κέρδη των επιχειρήσεων. Χρήσιμη θα ήταν και η θέσπιση ειδικών κινήτρων για να διαδοθούν περαιτέρω οι επιχειρησιακές/εκμεταλλευσιακές συλλογικές συμβάσεις (π.χ. επιπλέον «μοριοδότηση» στις επιδοτήσεις του ΕΣΠΑ και άλλων αναπτυξιακών εργαλείων). Τέλος, ας σημειωθεί ότι η όποια αύξηση του ΚΜΗ δεν επηρεάζει τους ξεχασμένους εργαζόμενους, δηλ. εκείνους που εργάζονται με καθεστώς «οιονεί μισθωτού» (εργαζόμενοι με τα μπλοκάκια).
Η εκ νέου ανάδειξη των Ελλήνων κοινωνικών εταίρων σε πρωταγωνιστές των εργασιακών σχέσεων αποτελεί έναν εκ των ων ουκ άνευ όρο για την περαιτέρω εμπέδωση της κουλτούρας κοινωνικής εταιρικότητας στη χώρα μας.