Του Γιώργου Δημητριάδη
Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου πτυχιούχων κατά του brain drain, μέλος Δ.Σ. του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και αντιπρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Κομοτηνής
Ζούμε στην εποχή που όλα γίνονται με το πάτημα ενός κουμπιού, μια δυνατότητα που προϋπήρχε σε έναν βαθμό, χτιζόταν εδώ και πολλά χρόνια πριν και είχε πραγματοποιηθεί ήδη σε πολλές χώρες. Στη χώρα μας, ωστόσο, το μεγάλο ντεμπούτο της ψηφιακής διάστασης έγινε μέσα στις δύσκολες συνθήκες του Covid-19. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά και δύσκολα και το μόνο σίγουρο είναι πως δεν μπορούν να απαντηθούν μόνο από έναν άνθρωπο.
Το βασικό ερώτημα στη σημερινή εποχή είναι πώς θα λειτουργήσουν τα χιλιάδες δεδομένα (προσωπικά και μη) και αποτυπώματα που αφήνουμε κατά τη διάρκεια μιας συνδιαλλαγής μας;
Μπορούν να είναι προστατευμένα από ενδεχόμενες μεγάλες κυβερνοεπιθέσεις; Γιατί σε μια τέτοια εποχή δεν προσφέρονται μόνο «καλούδια», αλλά ελλοχεύουν και πολλοί κίνδυνοι που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε πριν ακόμη να είναι πολύ αργά. Να προσθέσω σε αυτό το σημείο πως στην Ελλάδα του brain drain αναζητούνται από μεγάλες εταιρείες μηχανικοί – προγραμματιστές για δύο τομείς αιχμής, αυτούς της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) και της κυβερνοασφάλειας. Το παράδοξο είναι ότι δεν μπορούν να εντοπιστούν. Οι λόγοι είναι πολλοί και θα πρέπει κάποια στιγμή να τεθούν στο κάδρο μιας βαθύτερης διεργασίας… Το περίπλοκο και παραγωγικό ερώτημα είναι πώς αυτό θα επιτευχθεί;
Ποιο θα είναι το μέλλον του τραπεζικού συστήματος, αν σκεφτεί κανείς πως στην Κένυα δουλεύουν με ηλεκτρονικές τράπεζες εδώ και χρόνια και μεταφέρονται χρήματα μόνο μέσα από τα κινητά τηλέφωνα; Υπάρχουν πολλές και πολύ ενδιαφέρουσες μελέτες για το θέμα του blockchain και των κρυπτονομισμάτων, που ουσιαστικά, εν μια νυκτί, έρχονται σε ανταγωνισμό με τις τράπεζες και μελλοντικά θα μπορούσαν να τις καταργήσουν.
Καλώς ή κακώς, η παγκοσμιοποίηση είναι μια πραγματικότητα που κληροδοτεί μικρές αλληλεξαρτήσεις και αυτές έχουν δημιουργήσει, είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι, μια παγκόσμια αγορά. Σήμερα ολοένα και περισσότερο αναδύονται νέες μορφές νεοφυών επιχειρήσεων. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό με ένα απλό παράδειγμα μιας μικρής startup, η οποία μπορεί πλέον να εξαγοραστεί εύκολα από μια αμερικανική εταιρεία. Συνεπώς, πρέπει να παραδεχτούμε πως τέτοιες αλλαγές στην οικονομία μπορούν να επιφέρουν, δυστυχώς, αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας.
Άλλο ένα κομμάτι είναι οι θέσεις εργασίας και ο μετατοπισμένος χάρτης εργασιακών δικαιωμάτων, με την ανερχόμενη τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης και με τη remote εργασία. Σε αυτήν τη μεταβαλλόμενη συγκυρία πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας.
Δυστυχώς, το δεδομένο είναι ότι θα χαθούν πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας, όπως ακριβώς συνέβη με την 3η βιομηχανική επανάσταση. Το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να μας φοβίζει, θα πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας πως ενώ θα χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας και θα βρισκόμαστε στο τοπικό ελάχιστο της καμπύλης, αυτή θα είναι η πρώτη περίοδος που θα αρχίσει σιγά σιγά να αχνοφαίνεται η δεύτερη. Ευτυχώς, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας άλλης μορφής. Ένα παράδειγμα είναι το κίνημα του λουδισμού, το οποίο είχε αναπτυχθεί τον 19ο αιώνα, όταν τα μηχανήματα κατήργησαν πολλές θέσεις εργασίας. Σίγουρα οι φάσεις που θα περάσουμε θα είναι πολλές, όμως θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι με μεταρρυθμίσεις για να μη μείνουμε στο περιθώριο, καθώς οι ταχύτητες είναι πάρα πολύ μεγάλες.
Παράλληλα θα πρέπει να αντεπεξέλθουμε στο κοινωνικό κράτος, που βασίζεται στα έσοδα της κάθε χώρας. Αν, λοιπόν, χαθούν θέσεις εργασίας, αν αλλάξουν οι εργασιακές μορφές με την εξ αποστάσεως απασχόληση γιατί οι ψηφιακοί νομάδες -δηλαδή άνθρωποι που εργάζονται σε όλο τον κόσμο και μένουν όπου το επιθυμούν- όλο και θα αυξάνονται, από πού το κράτος θα μπορέσει να αντέξει μια τέτοια οικονομική ζημία; Πώς οι εργαζόμενοι θα μπορέσουν να προασπίσουν τα εργασιακά δικαιώματά τους;
Ως εκ τούτου, τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να αφουγκραστούν την πραγματικότητα της αγοράς, της εργασίας, της οικονομίας του σήμερα και όχι προγραμματικά να ανήκουν στο ’80, στο ’90 ή στο 2000. Οι αλλαγές είναι τεράστιες και αν δεν καταφέρουμε να τις ακολουθήσουμε, δυστυχώς, οι προβλέψεις για το μέλλον της χώρας μας είναι δυσοίωνες.