Του Χριστόφορου Κλήμη, διαχειριστή της Anemos Capital, εταιρείας που διαχειρίζεται απαιτήσεις εταιρειών που προμηθεύουν το ελληνικό Δημόσιο, νοσοκομεία, δήμους, οργανισμούς κ.ο.κ. από το 2006.
Η ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ του υπουργείου Υγείας να επιταχύνει τη χρηματοδότηση των νοσοκομείων με ποσό που ανέρχεται σε 540 εκατομμύρια μέσα στις επόμενες μέρες κρίνεται θετική, σε μια περίοδο που έχουμε δει την άνοδο των ληξιπρόθεσμων από 606 εκατ. τον Δεκέμβριο του 2021 σε 1,305 εκατ. φέτος τον Απρίλιο. Πάνω σε αυτό το θέμα έχουμε μερικές παρατηρήσεις:
1 ΔΙΝΕΤΑΙ ένα ποσό, χωρίς καμία οδηγία για το πώς θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί, χωρίς κάποια προτεραιότητα σε τι θα ξοδευτεί, και για να εξοφληθούν απαιτήσεις ποιων ετών. Αυτό αφήνεται στην κρίση του κάθε νοσοκομείου, με αποτέλεσμα να βλέπουμε κάποια νοσοκομεία να ενταλματοποιούν τον Μάρτιο του 2023, να εξοφλούν τον Φεβρουάριο του 2023, ενώ άλλα να εξοφλούν ασθμαίνοντας κάποιους μήνες του… 2018!
2 ΔΙΝΕΤΑΙ ένα ποσό χωρίς καμία εξειδίκευση εάν θα ξοδευτεί σε φάρμακα, υγειονομικό υλικό ή κάτι άλλο. Συνήθως, όταν δίνονται τέτοια μεγάλα ποσά, από την εμπειρία μας έχουμε δει ότι το κάθε νοσοκομείο προτιμάει να πληρώνει φάρμακα γιατί έχουν λιγότερη διαδικασία, πληρώνονται ευκολότερα γιατί δεν έχουν συμβάσεις, και είναι μεγαλύτερα τα τιμολόγια.
3 ΔΙΝΕΤΑΙ ένα ποσό χωρίς να πει κάποιος ότι θα πρέπει να πληρωθούν πρώτα τα παλαιότερα τιμολόγια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αφήνονται παλαιά τιμολόγια να λιμνάζουν ενώ πληρώνονται τα τελευταία, για τα οποία οι υπάλληλοι δεν έχουν αλλάξει πόστο και γνωρίζουν τι αφορούν. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες για απλήρωτα τιμολόγια τριών με πέντε ετών -μέχρι την παραγραφή- θα τείνουν να προβούν σε αγωγές, που με τη σειρά του σημαίνει κρυφό κόστος τόκων για το Δημόσιο τα επόμενα έτη. Υπάρχουν νοσοκομεία που ακόμα χρωστάνε απαιτήσεις από το… 2018 και τα ενταλματοποιούν ένα ένα.
4 ΔΙΝΕΤΑΙ ένα ποσό για τα ληξιπρόθεσμα, πέραν αυτών όμως υπάρχει μια κατηγορία οφειλών που κινείται κάτω από τα ραντάρ της επικαιρότητας, αυτά είναι τα ατιμολόγητα. Πρόκειται για παραγγελίες ορθοπεδικών, καρδιολογικών κ.λπ. εργαλείων, που χρησιμοποιούνται στα χειρουργεία, τα οποία τα νοσοκομεία κρατούν ως παρακαταθήκη και χρησιμοποιούν όταν γίνεται μια εγχείρηση. Τότε το νοσοκομείο θα πρέπει να δώσει εντολή στον προμηθευτή του να το τιμολογήσει. Αυτές όμως οι εντολές, αντί να δίνονται άμεσα, καθυστερούν μήνες -και πολλές φορές χρόνια- και οι εταιρείες επιβαρύνονται υπέρμετρα με χρηματοοικονομικό και άλλο κόστος, μέχρι να βρεθούν δεσμεύσεις στους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων και να εκδώσουν τελικά το πρακτικό αγοράς. Ο ΣΕΙΒ, στην τελευταία του επιστολή προς το υπουργείο Υγείας, αναφέρει ένα ποσό της τάξεως των 70 εκατομμυρίων.
5 ΔΙΝΕΤΑΙ ένα ποσό στις επτά υγειονομικές περιφέρειες της χώρας, με το οποίο θα εξοφλήσουν κατά μέσο όρο το 41,5% των χρεών τους προς τους προμηθευτές τους, και πιο συγκεκριμένα, η 1η ΔΥΠΕ (Αθήνα) θα εξοφλήσει το 46,7%, η 2η ΔΥΠΕ (Πειραιάς & Αιγαίο) το 41,7%, η 3η ΔΥΠΕ (Θεσσαλονίκη & Μακεδονία) το 32,07%, η 4η ΔΥΠΕ (Θεσσαλονίκη & Θράκη) το 41,94%, η 5η ΔΥΠΕ (Θεσσαλία & Στερεά) το 28,71%, η 6η ΔΥΠΕ (Πελοπόννησος & Δυτική Ελλάδα) το 38,65%, και η 7η ΔΥΠΕ (Κρήτη) το 56,47% των χρεών της.
6 ΔΙΝΕΤΑΙ ένα ποσό για να πληρωθούν ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις προς τους προμηθευτές των νοσοκομείων, που έχει θεσπιστεί ότι είναι αυτές άνω των 90 ημερών. Αυτές όμως που αφορούν τις πωλήσεις των τελευταίων τριών μηνών, το ένα τέταρτο της χρήσης, δεν αναφέρονται πουθενά. Σε μια εποχή που το μέσο επιτόκιο εκχωρήσεων υπερβαίνει το 6,20%, με ένα αισιόδοξο υπολογισμό είσπραξης απαιτήσεων κατά μέσο όρο σε 180 μέρες, σημαίνει 12,40% σε ετήσια βάση. Επίσης, το επιτόκιο αναφέρεται στη μικτή αξία του κάθε τιμολογίου, που περιέχει ΦΠΑ, το κόστος πωληθέντων, φόρους, κ.λπ. Στο καθαρό κέρδος ο τόκος της εκχώρησης θα είναι πολλαπλάσιο του 6,20%.
ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ, πιστεύουμε ότι θα πρέπει οι στόχοι να εξειδικευτούν ανά κωδικό δημόσιου λογιστικού και ανά έτος στο οποίο αναφέρονται οι απαιτήσεις, και όχι απλά να «δοθούν τα λεφτά» αφήνοντας πίσω εκκρεμότητες που χρονίζουν, οι οποίες θα κοστίσουν μακροπρόθεσμα σε τόκους, είτε εκχωρήσεων που αναγκάζονται οι εταιρείες να πληρώνουν στις τράπεζες, είτε σε τόκους αγωγών που θα πληρώσει το Δημόσιο, είτε, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, και στα δύο.