Skip to main content

Το de-risk της Δύσης με την Κίνα

Ένα νέο trendy αφήγημα που χαρακτηρίζεται από τον όρο μείωση επικινδυνότητας (de-risking).

Του Νίκου Ροδόπουλου, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της OnLine Data, τ. προέδρου της ΕΕL

Ο CARL BILDT, πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός της Σουηδίας, σε πρόσφατο άρθρο του στο έγκυρο site Project Syndicate, διαπραγματεύεται τη μετατόπιση από το αφήγημα της απεξάρτησης της Δύσης από την κινεζική οικονομία (decoupling), σε ένα νέο trendy αφήγημα που χαρακτηρίζεται από τον όρο μείωση επικινδυνότητας (de-risking). Η διαμορφωμένη κατάσταση της υπερ-εξάρτησης της βιομηχανικής παραγωγής της Δύσης από χώρες χαμηλού κόστους, με μοναδικό γνώμονα τη δημιουργία υπερκερδών είναι πλέον υπερβολικά δύσκολο να αλλάξει. Την ίδια στιγμή, η κινεζική οικονομία -σιωπηλά, ήσυχα και απλά- επένδυσε στη συνεχή αναβάθμιση της ποιότητας και της τεχνογνωσίας, που από εισαγόμενη έγινε ιδιοπαραγόμενη, με αποτέλεσμα σήμερα να έχει ξεπεράσει τη Δύση σε πολλούς τομείς.

Η ΕΥΡΩΠΗ, ασθμαίνοντας, προσπαθεί να δημιουργήσει εκ νέου μια βιομηχανία -δευτερογενή και τριτογενή- που σήμερα υπολείπεται αισθητά τόσο των ΗΠΑ όσο και της Κίνας. Η υλοποίηση της «στρατηγικής επάρκειας» έχει να διαβεί τον Ρουβίκωνα που οριοθετεί η Γερμανία (μαζί με το μπλοκ κρατών επιρροής της) έναντι της Γαλλίας και φυσικά του ευρωπαϊκού Νότου με επίκεντρο την Ιταλία. Το ίδιο συμβαίνει και με την «περιφερειακή στρατηγική» που φαίνεται πλέον να έχει βυθιστεί στις γεωπολιτικές αστάθειες, που -ίσως τεχνικά- δημιουργήθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη.

ΕΤΣΙ, με απλά λόγια ήρθαμε να ασπαστούμε(;) μια νέα θολή, αόριστη και ανέφικτη στρατηγική, ως σταθερά για τη διατήρηση των ισορροπιών σε διεθνές επίπεδο, με την ονομασία derisking. Είναι σαφές ότι αυτή η αόριστη προσέγγιση δεν εμπεριέχει περισσότερους ή λιγότερους κινδύνους, προσφέρει όμως μια ωραιότατη δικαιολογία στη διαφύλαξη του σημερινού status quo που μεταφράζεται στο αντί να πυροβολήσουμε τα πόδια μας, καλύτερα να πυροβολούμε στον αέρα. Έχοντας πάντα την ελπίδα ότι η Κίνα θα αναγκαστεί ή θα προθυμοποιηθεί να πραγματοποιήσει κάποιες μετατοπίσεις προς ένα ποιο ανοιχτό μοντέλο αγοράς ή και κοινωνίας (το ίδιο ακριβώς πίστευαν -εκτός Κίσινγκερ- και τη δεκαετία του ’70 που άρχισε η μετανάστευση των βιομηχανιών από τις ΗΠΑ στην Κίνα).

ΜΠΟΡΕΙ διεθνείς αναλυτές να αναφέρουν ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας έχουν εξασθενίσει, οι ευκαιρίες μειώνονται και οι κίνδυνοι μεγαλώνουν, αλλά αυτά μπορεί να είναι ψίχουλα σε ένα τραπέζι που μόλις μαζεύτηκε από ένα γεύμα περιμένοντας να καθαριστεί και να ετοιμαστεί για το επόμενο. Οι σημερινές συνθήκες διαφοροποιούν τις αναδυόμενες ευκαιρίες, που διαχωρίζονται σε δύο κεντρικούς πυλώνες: (1) την τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη και (2) τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Μάλιστα, για τον δεύτερο ο Carl Bildt αναφέρει ότι «δεδομένης της πρόσφατης εμπειρίας, είναι απολύτως λογικό να επικεντρωθούμε στο να καταστήσουμε τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού -την ψυχή της παγκόσμιας οικονομίας πιο ανθεκτικές σε κλυδωνισμούς και διαταραχές. Κάθε εταιρικό διοικητικό συμβούλιο που κάνει τη δουλειά του, το έχει ήδη αυτό στην ημερήσια διάταξη».

ΟΤΑΝ ο γράφων εδώ και αρκετά χρόνια αναφέρει συνεχώς για τον παγκόσμιο πόλεμο των εφοδιαστικών αλυσίδων, ουδείς ασχολείτο, πιθανότατα θεωρώντας τον ως βερμπαλισμό. Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση τον τοποθετεί εντός στρατηγικού αφηγήματος, στέλνοντάς τον ως συνήθως σε μελλοντικές συνόδους, οι οποίες με τη σειρά τους θα τον στείλουν σε ομάδες εργασίας κοκ.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στις 20 Ιουνίου εκτός από την αναγκαία αλλαγή στρατηγικής για τις εφοδιαστικές αλυσίδες, αναφέρθηκε γενικά για την οικονομική ανεξαρτησία και ασφάλεια της Ευρώπης και το ελεύθερο εμπόριο. Ταυτόχρονα έριξε το βάρος της ενεργειακής κρίσης στον πόλεμο στην Ουκρανία, τεχνηέντως αποκρύπτοντας ότι η ενεργειακή κρίση είχε ήδη εμφανιστεί το τελευταίο τρίμηνο το 2020. Η δε ενεργειακή κρίση, που προκλήθηκε λόγω φυσικού αερίου, ήταν αποτέλεσμα της πρόχειρης σχεδιασμένης πράσινης μετάβασης και ανύπαρκτης πολιτικής αντιμετώπισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ στοιχείο -που πρέπει να κρατήσουμε και να παρακολουθήσουμε στο μέλλον- είναι ότι στα μέτρα που θα υποστηρίξουν τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική αναφέρονται, ο περαιτέρω αυστηρότερος έλεγχος στις εξαγωγές λογισμικού και τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και η απαγόρευση στις εξαγορές νευραλγικών ευρωπαϊκών υποδομών από επιχειρήσεις ξένων κρατών.

Η ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ στρατηγική πολιτική της Ευρώπης δημιουργεί μια αέναη διατήρηση παθογενειών. Οι φοβικές ισορροπίες μεταξύ κυρίαρχων οικονομιών δημιουργούν κενά και ασαφείς στόχους, προσφέροντας έτσι τη δυνατότητα της μη πειθαρχημένης οικονομικής πολιτικής, που αλλάζει -κατά το δοκούν- για να διατηρήσει τα υπάρχοντα συμφέροντα.