Τoυ Ηλία Σπυρτούνια, γενικού διευθυντή ΕλληνοΑμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου
ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΗ συζήτηση γίνεται τελευταία, στο πλαίσιο της προεκλογικής πολιτικής αντιπαράθεσης, για τη φορολογική πολιτική, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά που θυμάμαι. Κυρίως, διατυπώνονται διάφορες προτάσεις ιδίως περί φορολόγησης εισοδημάτων ή μερισμάτων ή κερδών επιχειρήσεων που παρουσιάζουν αυξημένα έσοδα αυτή την περίοδο. Όμως αυτό που αποφεύγεται είναι η αναφορά σε ουσιαστικές προτάσεις καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, η οποία, σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, φτάνει το 30% του ΑΕΠ, γεγονός που σημαίνει ότι, στην καλύτερη περίπτωση, έχουμε περισσότερα από 55 δισ. (!) αδήλωτα και αφορολόγητα εισοδήματα. Δεν είναι εξάλλου τυχαία η δήλωση του κεντρικού τραπεζίτη ότι στην Ελλάδα δηλώνουμε 80 δισ. και ξοδεύουμε 140 δισ.! Και αντί συνεπώς να ακούμε συγκεκριμένες προτάσεις και μέτρα για το πώς ένα μεγάλο μέρος αυτών των αδήλωτων εσόδων θα φορολογηθεί, έτσι ώστε να μειωθούν περαιτέρω οι φορολογικοί συντελεστές, να διευρυνθεί η φορολογική βάση και κυρίως να εισπραχθούν έσοδα που θα διατεθούν για υποδομές και αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, γινόμαστε μάρτυρες επαναλαμβανόμενων σχεδίων, που έχουν ειπωθεί και άλλες φορές, όπως σύνδεση ταμειακών μηχανών για εισοδήματα και ΦΠΑ, ή μηχανημάτων εισροών-εκροών για πάταξη λαθρεμπορίου καυσίμων ή τόσα άλλα που τα γνωρίζουμε χρόνια, με μηδαμινά δυστυχώς αποτελέσματα. Είναι γεγονός ότι κάποια θετικά βήματα έχουν γίνει, αλλά οι πρόσφατες ανακοινώσεις σχετικά με το ύψος και την κατανομή των φορολογικών εσόδων φανερώνουν για μία ακόμα φορά το μεγάλο και διαχρονικό πρόβλημα της φοροδιαφυγής, το οποίο κανείς δεν έχει τολμήσει να το αντιμετωπίσει ριζικά, υιοθετώντας έτσι, έστω και ακούσια, μία άνιση μεταχείριση των πολιτών αυτής της χώρας.
ΠΡΟΤΟΥ αναφερθώ σε κάποιες συγκεκριμένες προτάσεις, θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποιες εξόφθαλμες αλήθειες.
ΑΛΗΘΕΙΑ 1. Μελετώντας τα στατιστικά των φορολογικών δηλώσεων τα τελευταία δώδεκα και πλέον χρόνια, εύκολα παρατηρεί κανείς ότι ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών, πάνω από 40% (!), δεν πληρώνει καθόλου άμεσο φόρο. Αυτό συμβαίνει γιατί πάντα υπάρχει ένα ελάχιστο ποσό εισοδήματος που δεν φορολογείται, γεγονός που αξιοποιείται και με το παραπάνω από πολλούς επιτήδειους, που έχουν τη δυνατότητα να φοροδιαφεύγουν δηλώνοντας διαχρονικά εισοδήματα κάτω του ορίου αυτού.
ΑΛΗΘΕΙΑ 2. Παρατηρούμε, επίσης, ανάλογα με το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα που ισχύει κάθε φορά, μία σχετική αντιστοιχία στο ποσοστό αυτών που δηλώνουν εισοδήματα ή κάτω από αυτό ή σχετικά κοντά. Δηλαδή δύο ακριβώς παράλληλα γραφήματα. Και ενώ τα στατιστικά αυτά δεν αμφισβητούνται, συνεχίζεται η θέσπιση του ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος και ταυτόχρονα δεν επιβάλλονται τα κατάλληλα εκείνα μέτρα που θα μπορούσαν να περιορίσουν δραστικά το φαινόμενο της φοροδιαφυγής.
ΑΛΗΘΕΙΑ 3. Το τραγικότερο όλων είναι ότι οι περισσότερες πολιτικές των διαφόρων επιδοτήσεων και ενισχύσεων γίνονται με βάση εισοδηματικά κριτήρια, δηλαδή φορολογητέο εισόδημα, που σύμφωνα με τα παραπάνω μας οδηγεί στο απλό συμπέρασμα ότι ένα σημαντικό μέρος των επιδοτήσεων πάει σε άτομα που δεν δικαιούνται τέτοιες ενισχύσεις. Υπάρχουν πολίτες εκεί έξω, που όχι μόνο δεν πληρώνουν τους αναλογούντες φόρους τους, αλλά, σύμφωνα με την απίστευτα αφελή (!) πολιτική που ισχύει για τις επιδοτήσεις, λαμβάνουν και ενισχύσεις…. Μιλάμε για παρωδία… ή καλύτερα κοροϊδία εις βάρος του 20% των φορολογουμένων που καλύπτουν το 80% και πλέον των φορολογικών εσόδων… Και απλά ερωτώ. Είναι δίκαιο αυτό; Γίνεται αυτό εν γνώσει της ευνομούμενης πολιτείας μας; Δηλαδή, να διαχωρίζει το ίδιο το κράτος τους πολίτες του σε δύο ή περισσότερες κατηγορίες; Και τι κάνει για να εξαλείψει αυτά τα φαινόμενα; Όλα τα μέτρα που κατά καιρούς ανακοινώνονται, όπως χρήση «πλαστικού χρήματος», νέες ψηφιακές πλατφόρμες για ελέγχους και άλλα πολλά δεν φέρνουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γιατί απλά δεν λαμβάνεται υπόψη μία βασική παράμετρος που λαμβάνει χώρα σε ορισμένες συναλλαγές, αυτή της συμφωνίας για συναλλαγή με μετρητά και από τα δύο μέρη, η οποία και φυσικά δεν καταγράφεται. Η φοροδιαφυγή σίγουρα δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Όμως μπορεί να περιοριστεί και μάλιστα δραστικά – αν και εφόσον υπάρχει η κατάλληλη βούληση και αποφασιστικότητα. Τα δύο βασικά εργαλεία στην καταπολέμησή της είναι αφενός η παροχή ουσιαστικών κινήτρων σε κάθε πολίτη -και όχι απλά κληρώσεις μετατρέποντας την υποχρέωση σε λαχειοφόρο αγορά-, αφετέρου η αξιοποίηση και χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών για αποτελεσματική καταγραφή και έλεγχο.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ, θεωρώ ότι η υιοθέτηση συνδυαστικά ορισμένων από τα παρακάτω μέτρα θα επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα.
ΜΕΤΡΟ 1. Η έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα, αν όχι όλων, των περισσοτέρων δαπανών. Δεν νοείται να μην μπορεί κάποιος να εκπίπτει ενοίκια, ιατρικές επισκέψεις, διάφορες επισκευές, ασφαλιστικές εισφορές κ.ά. Το να δίνει το κράτος τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη να εκπίπτει έξοδα, του παρέχει ουσιαστικά ένα κίνητρο στο να καταγράψει τις συναλλαγές εκείνες που σήμερα σε ένα μεγάλο βαθμό δεν καταγράφονται και ουσιαστικά να συμβάλει στη διεύρυνση της φορολογητέας βάσης.
ΜΕΤΡΟ 2. Η σταδιακή μείωση αν όχι κατάργηση του ελάχιστου αφορολόγητου εισοδήματος. Σε μία ισόνομη και ευνομούμενη πολιτεία, όλοι πρέπει να συμβάλλουν, έστω και στο ελάχιστο ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Γιατί λοιπόν να μην εφαρμόζεται ένα πολύ ελάχιστο φορολογικό ποσοστό στα μικρότερα εισοδήματα; Ας πούμε από 1% έως το πολύ 5%, ανάλογα με το ποσό. Απλά ας σκεφτούμε τι σημαίνει σε φορολογητέα έσοδα ένα τέτοιο ποσοστό σε όσους δηλώνουν κάτω από το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα. Όταν έχουμε να κάνουμε με το 40% και πλέον των φορολογουμένων, τότε μιλάμε για κάποια σοβαρά έσοδα…
ΜΕΤΡΟ 3. Περισσότερες φορολογικές κλίμακες. Δεν είναι καθόλου δίκαιο να φορολογείται ένα φυσικό πρόσωπο με ετήσιο εισόδημα 40.000 το ίδιο με αυτόν που βγάζει 100.000 και 150.000. Χρειάζεται μία πιο ευέλικτη και με περισσότερους συντελεστές φορολογική κλίμακα, μιας και η σημερινή είναι άδικη. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια να αυξηθούν περαιτέρω οι φορολογικοί συντελεστές στα μεγαλύτερα εισοδήματα, τουναντίον, θα πρέπει να μειωθούν σε όλες τις κλίμακες.
ΜΕΤΡΟ 4. Καθιέρωση περιουσιολογίου και καθολικού πόθεν έσχες. Στις ΗΠΑ, η πολιτική που εφαρμόζει το ΙRS βασίζεται κυρίως στο λεγόμενο «follow the wealth» δηλαδή «ακολούθησε το χρήμα». Εδώ σπίτια, αυτοκίνητα και ό,τι άλλο, αποκτώνται και δεν γίνεται τίποτα. Έτσι απλά και μαγικά, κάποιοι αποκτούν περιουσίες, ξοδεύουν ασύστολα και ενίοτε απροκάλυπτα και παράλληλα δηλώνουν ελάχιστα εισοδήματα. Ούτε ο Χουντίνι δεν θα τα κατάφερνε έτσι…
ΣΗΜΕΡΑ, με την ταχύτατη αξιοποίηση της τεχνολογίας, αλλά και με την καθιέρωση πρακτικών όπως οι προαναφερόμενες, η φοροδιαφυγή στη χώρα μας θα περιοριζόταν δραστικά και θα δημιουργούσε τα κατάλληλα εισοδηματικά ισοδύναμα όχι μόνο για μία ορθολογικότερη και δικαιότερη φορολογική πολιτική, αλλά και για την ανάληψη άλλων πρωτοβουλιών και προγραμμάτων που πρέπει να υλοποιηθούν προς όφελος των πολιτών. Οι ενστάσεις που διατυπώνονται για πιθανή αρχική υστέρηση των εσόδων από την εφαρμογή τέτοιων μέτρων δεν δικαιολογούνται, μιας και η αύξηση της φορολογητέας βάσης πρέπει να θεωρείται δεδομένη, και μάλιστα, με την εφαρμογή και χρήση των κατάλληλων τεχνολογικών μέσων που σήμερα υπάρχουν, επιτρέπει εξαιρετικές αναλύσεις και άμεσες επεμβάσεις εκεί που χρειάζεται. Εξάλλου, το ίδιο το ύψος της φοροδιαφυγής, δηλαδή τα 55 και πλέον δισ., δεν τις δικαιολογούν επίσης. Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, των data analytics και data mining, δεν επιτρέπεται να μην μπορεί να καθιερωθούν άμεσα εφαρμογές που να διασταυρώνουν στοιχεία με την προϋπόθεση της καταχώρησής τους. Οι πολίτες όταν γνωρίζουν ότι οι δαπάνες τους θα εκπέσουν του φορολογητέου εισοδήματος, θα καταχωρήσουν τις δαπάνες και έτσι ένα μεγάλο μέρος από τους συστηματικά φοροδιαφεύγοντες θα φανερωθούν λόγω εισοδημάτων. Μετά είναι χρέος της πολιτείας να διασταυρώσει και τα περιουσιακά τους στοιχεία και πολύ απλά να πράξει τα δέοντα.
*Το παρόν άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις.