Του Νίκου Γκολφάκη, γενικού διευθυντή Αιματολογίας-Ογκολογίας, Ανοσολογίας και Σπανίων Παθήσεων της GENESIS Pharma και της Ζέφης Βοστιτσάνου, υπεύθυνης Κανονιστικών Υποθέσεων και Governmental Affairs της GENESIS Pharma
ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ δεκαετίες, η φαρμακευτική έρευνα με τη βοήθεια της υψηλής τεχνολογίας σημειώνει άλματα, καθώς αναπτύσσονται συνέχεια νέες θεραπείες σε δύσκολους τομείς με ανεπαρκείς ή μηδενικές θεραπευτικές επιλογές. Για πολλά χρόνια νοσήματα υπάρχουν πλέον φάρμακα με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης, ενώ υπάρχει τρομερή πρόοδος στον τομέα των ορφανών φαρμάκων για σπάνιες ασθένειες που ήταν στο παρελθόν ανίατες.
ΣΥΝΟΛΙΚΑ, η θεραπεία με τα νέα φάρμακα γίνεται πιο στοχευμένη, πιο αποτελεσματική και με καλύτερο προφίλ ασφάλειας. Παράλληλα, η αξιοποίηση πληροφοριών σχετικά με το γενετικό προφίλ των ασθενών και οι βιοδείκτες καθιστούν εφικτή μια πιο εξατομικευμένη και αποτελεσματικότερη θεραπευτική προσέγγιση στην ογκολογία, την αιματολογία, σε γενετικές παθήσεις και άλλους τομείς. Η συνολική αυτή καινοτομία στην πράξη μεταφράζεται σε τεράστια βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, στη διατήρηση της λειτουργικότητάς τους, στην ανεμπόδιστη κοινωνική τους ένταξη και
στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης. Οι καλύτερες δυνατότητες που έχουμε σήμερα και στη διάγνωση σοβαρών ασθενειών συνδυαστικά με τις καινοτόμες θεραπείες επιτρέπουν, επίσης, την αποδοτικότερη διαχείρισή τους από τα συστήματα υγείας και τη μείωση του συνολικού φορτίου, με μειωμένες ανάγκες για νοσηλείες, διαχείριση συννοσηροτήτων και επιπλοκών.
ΒΙΩΝΟΥΜΕ μια μεγάλη αλλαγή στον χώρο του φαρμάκου, που χαρακτηρίζεται τόσο από την καινοτομία όσο και από τη σημαντική αύξηση των θεραπευτικών αναγκών του πληθυσμού, εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της εμφάνισης χρόνιων παθήσεων αλλά και της καλύτερης διάγνωσης. Το νέο αυτό τοπίο που διαμορφώνεται επιβάλλει να θέσουμε νέα κριτήρια και να επανεξετάσουμε συνολικά τη φαρμακευτική πολιτική, ώστε να καλύπτει επαρκώς τις αυξημένες θεραπευτικές ανάγκες, να αξιοποιεί όμως και στο μέγιστο την αξία της καινοτομίας σήμερα και στο μέλλον. Στη χώρα μας, αν και στον τομέα της υγείας έχουν γίνει βήματα ψηφιακού εκσυγχρονισμού, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη και οι πολιτικές που εφαρμόζονται παραμένουν σε μεγάλο βαθμό στάσιμα στα δεδομένα της προηγούμενης δεκαετίας.
Ο ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΣ προϋπολογισμός υπολείπεται σημαντικά και δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού, με αποτέλεσμα πάνω από το 60% να καλύπτεται από τις φαρμακευτικές εταιρείες μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών (clawback και rebates). Το καθεστώς των επιστροφών σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία δημιουργούν καθυστερήσεις στην αποζημίωση φαρμάκων και το κυριότερο πρόβλημα εισόδου καινοτόμων θεραπειών στην Ελλάδα.
ΟΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΕΣ θεραπείες που έρχονται απαιτούν αποφασιστικές αλλαγές, ώστε η πολιτεία να μπορεί να διασφαλίσει την άμεση πρόσβαση των ασθενών στην απαραίτητη θεραπεία τους, χωρίς να απειλείται η βιωσιμότητα του φαρμακευτικού κλάδου μέσα από εξοντωτικές επιστροφές. Η διαμόρφωση ενός ρεαλιστικού προϋπολογισμού που θα συγκλίνει σταδιακά με τις πραγματικές ανάγκες σε συνδυασμό με μέτρα εξοικονόμησης και αποδοτικότερης κατανομής των διαθέσιμων πόρων, που θα απελευθερώσουν χώρο για τις νέες θεραπείες, αποτελούν μια εξαιρετικά επιτακτική προτεραιότητα.
ΟΙ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ παρεμβάσεις μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης φαρμακευτικής πολιτικής που θα αξιοποιεί τα οφέλη της καινοτομίας. Το στοίχημα της άμεσης πρόσβασης σε καινοτόμες θεραπείες απασχολεί σήμερα όλες τις χώρες, όχι μόνο την Ελλάδα. Εμείς όμως, βάσει των υφιστάμενων δεδομένων, χρειάζεται να καλύψουμε μεγαλύτερη απόσταση και να προχωρήσουμε σε μεγαλύτερες μεταρρυθμιστικές τομές. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι αναφορικά με τη δημόσια κατά κεφαλή δαπάνη η Ελλάδα βρίσκεται συστηματικά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκριτικά δε με τη νότια Ευρώπη (στοιχεία EFPIA), η πολιτεία επενδύει 26% λιγότερους πόρους στο φάρμακο, που δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού.
Το βάρος αυτό -που προκύπτει από την υποχρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης- επωμίζεται ο κλάδος μας και οι ασθενείς, με τη βιομηχανία να επιβαρύνεται το μεγαλύτερο μέρος μέσω υποχρεωτικών επιστροφών (clawback και rebates). Η ανάγκη για αύξηση του προϋπολογισμού φαρμακευτικής δαπάνης έχει αναγνωριστεί πλέον και από το υπουργείο και ελπίζουμε να υπάρξει μια άμεση πραγματική βελτίωση. Παράλληλα, μια σειρά από ψηφιακά εργαλεία που ήδη διαθέτουμε μπορούν να βοηθήσουν στον καλύτερο έλεγχο και στον αποδοτικότερο καταμερισμό της δαπάνης, εφόσον εφαρμοστούν καθολικά και αξιοποιηθούν συνδυαστικά.
ΤΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ πρωτόκολλα, ο ψηφιακός φάκελος ασθενούς, η επέκταση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης στα νοσοκομεία, η διασύνδεση των εργαστηριακών εξετάσεων με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, τα μητρώα ασθενών είναι μέτρα που θα βοηθήσουν αποτελεσματικά στον εξορθολογισμό της συνταγογράφησης και στη σωστή κατανομή πόρων βάσει των πραγματικών θεραπευτικών αναγκών, απελευθερώνοντας επαρκή χώρο για την κάλυψη της καινοτομίας. Προς την ίδια κατεύθυνση μπορεί να βοηθήσει και η εντατικοποίηση των διαγωνισμών για τις κατηγορίες των off patent φαρμάκων και των γενοσήμων.
ΕΚΤΟΣ από το θέμα της δαπάνης, η διασφάλιση της πρόσβασης στις καινοτομίες που διαθέτουμε σήμερα και σε πολλές ακόμη που έρχονται στο μέλλον προϋποθέτει και στοχευμένες πολιτικές. Οι διαδικασίες έγκρισης και αποζημίωσης που εφαρμόζονται σήμερα για τα καινοτόμα και ορφανά φάρμακα είναι σύνθετες και χρονοβόρες, με αποτέλεσμα να φθάνουν στους ασθενείς καθυστερημένα. Για να έχει, παραδείγματος χάρη, ένα νέο φάρμακο δικαίωμα υποβολής για αξιολόγηση και αποζημίωση απαιτείται να έχει ήδη αποζημιωθεί τουλάχιστον σε 5 από 11 χώρες αναφοράς που διαθέτουν ΗΤΑ, γεγονός που προκαλεί σημαντική καθυστέρηση. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως αυτά τα φάρμακα αφορούν χρόνιες και σπάνιες ασθένειες.
Η ΧΟΡΗΓΗΣΗ τους είναι ελεγχόμενη και ανελαστική, ενώ καθυστερήσεις στη θεραπεία μπορεί να επιφέρουν πραγματική επιδείνωση στην υγεία των ασθενών. Επομένως, υπάρχει ανάγκη για ένα πιο ευέλικτο και φιλικό πλαίσιο αξιολόγησης, έγκρισης και διαπραγμάτευσης για τα καινοτόμα φάρμακα. Για ειδικές κατηγορίες καινοτομίας, όπως για παράδειγμα τα ορφανά φάρμακα, είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικό να δημιουργηθεί ένα ειδικό κονδύλι χρηματοδότησης, ώστε να μην επιβαρύνονται από τις πολύ ψηλές επιστροφές, που δημιουργούν συνθήκες αστάθειας στην πρόσβαση.
ΤΕΛΟΣ, η δημιουργία φιλικού περιβάλλοντος για τις κλινικές μελέτες που διασφαλίζουν τη δωρεάν πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες αποτελεί επίσης ένα μέτρο επένδυσης στην καινοτομία με ανεκτίμητο όφελος στον ασθενή, το οποίο συμβάλλει έμμεσα και στην εξοικονόμηση πόρων για το σύστημα συνολικά.