Της Μιλένας Παναγιωτοπούλου, υπ. διδάκτορος Πανεπιστημίου Κρήτης, υπεύθυνης Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σχέσεων ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ
ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ συζήτηση για τις θέσεις των κομμάτων επί της φορολογίας χρειάζεται πρωτίστως να απαντήσουμε στο ερώτημα: τι κράτος θέλουμε. Εάν θέλουμε ένα επιτελικό κράτος στη λογική του new public management ή ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος που θα διορθώνει τις αποτυχίες της αγοράς και θα έχει πρόνοια για την κοινωνική συνοχή. Ίσως τότε κατανοήσουμε την επίθεση που κάνει η Νέα Δημοκρατία στο ΠΑΣΟΚ.
Ο ΠΥΡΗΝΑΣ της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας σχετίζεται με την ιδέα «περί ελάχιστου κράτους», που συνοψίσθηκε στον όρο «επιτελικό κράτος», προς όφελος πάντα της ιδιωτικής αγοράς. Η Νέα Δημοκρατία διατείνεται ότι η διοικητική και οργανωσιακή συρρίκνωση του κράτους θα απελευθερώσει πόρους για να κερδίσει το στοίχημα μιας ζητούμενης αποτελεσματικότητας, παραγωγικότητας και αποδοτικότητας. Με αυτή την προσέγγιση πάμε στη λογική της cost benefit analysis, με κριτήριο όμως το κέρδος του ιδιώτη και όχι του κοινωνικού συνόλου. Δηλαδή, το κράτος θα αξιολογεί τα οφέλη και τα κόστη των έργων που χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους σύμφωνα με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και όχι με βάση τα κοινωνικά οφέλη. Με άλλα λόγια, αυτό που δεν μας λέει η Νέα Δημοκρατία είναι πώς θα κάνει την αξιολόγηση της «μη ανάληψης» μιας επένδυσης στον δημόσιο τομέα και της εξ αυτής επίπτωσης στο κοινωνικό σύνολο; Ακόμη ένα εμφατικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι η φορολογική πολιτική. Υψηλοί συντελεστές στους έμμεσους φόρους, που πλήττουν οριζόντια όλους τους πολίτες, ελάχιστοι στον υπερβολικό πλούτο. Προτείνοντας λιγότερους φόρους π.χ. στα διανεμόμενα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων, Α.Ε. και ΕΠΕ (4% του συνόλου των επιχειρήσεων), προβάλλει το αφήγημα της προσέλκυσης επενδύσεων. Αφήγημα που φαίνεται, ωστόσο, να καταρρέει εάν δούμε τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Ανάμεσα στους δέκα κορυφαίους αποδέκτες Άμεσων Ξένων Επενδύσεων είναι η Ιρλανδία με 51% φόρο στα μερίσματα, το Λουξεμβούργο με 21% και το Ηνωμένο Βασίλειο με 38%.
ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΠΟΔΑ, έχουμε το σύγχρονο κοινωνικό κράτος που υποστηρίζει το ΠΑΣΟΚ. Ο πυρήνας της προσέγγισής του είναι ότι το κοινωνικό και κατ’ επέκταση εθνικό συμφέρον δεν μεγιστοποιείται κυρίως με κριτήριο το κέρδος. Αλλά μέσα από ένα σύνολο παραμέτρων που σχετίζονται με τη χρήση των παραγωγικών πόρων, τη δημιουργία και διανομή εισοδήματος, την απασχόληση, την ποιότητα ζωής και βεβαίως τη δημοσιονομική ισορροπία. Το κοινωνικό κράτος όμως κοστίζει, αλλά και αποδίδει. Μια κυβέρνηση που επενδύει στο κοινωνικό κράτος σημαίνει ότι χρησιμοποιεί το εργαλείο της φορολογικής πολιτικής για να αυξήσει τα έσοδα και να μπορεί να τα αναδιανείμει επενδύοντας σε δημόσιες υποδομές. Να επενδύσει σε δρόμους, σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία και σε υποδομές που απευθύνονται στους πολλούς, χωρίς να περιορίζεται μόνο στη λογική του κέρδους.
ΤΟ ΕΠΙΜΑΧΟ ερώτημα, ωστόσο, είναι από πού θα αντλήσει τους πόρους; Ποια θα είναι η φορολογητέα ύλη; Κι εδώ η απάντηση του ΠΑΣΟΚ είναι σαφής. Αφορά τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, που επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας νομοθετήθηκε να μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά αφορολόγητος. Έτσι, όμως, αναπαράγονται οι ανισότητες και δημιουργούνται οι συνθήκες για μια κοινωνία κληρονομικής ισχύος. Σήμερα έχουμε αφορολόγητο για τη μεταβίβαση κινητής περιουσίας, χρηματικών ποσών, ομολόγων, μετοχών, αυτοκινήτων και σκαφών έως 4,8 εκατομμύρια ευρώ. Ποιους αφορά αυτό το αφορολόγητο; Τον κόσμο της εργασίας, τη μεσαία τάξη ή τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα; Το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει ότι θα μειώσει το αφορολόγητο όριο στις γονικές παροχές στις 400.000 ευρώ ανά γονέα, δηλαδή στις 800.000 ευρώ συνολικά. Επίσης, η αύξηση της φορολόγησης των μερισμάτων, που προτείνει το ΠΑΣΟΚ και μειώθηκε επί Νέας Δημοκρατίας στο 5%, συγκαταλέγεται στις συστάσεις του ΟΟΣΑ προς την Ελλάδα, ώστε να μείνει δημοσιονομικός χώρος για την ελάφρυνση της φορολογίας της μεσαίας τάξης. Προφανώς και το ΠΑΣΟΚ δεν στοχοποιεί τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, που συγκροτείται από ατομικές επιχειρήσεις σε ποσοστό 84%. Αντίθετα, στοχοποιεί χρηματικές διανομές (μερίσματα) ύψους 2,34 δισ. ευρώ που είναι οι υψηλότερες των τελευταίων 13 ετών. Αναφορικά, δε, με το μέτρο της φορολόγησης των απροσδόκητων κερδών των εταιρειών ενέργειας, παραλείπεται να επισημανθεί στον δημόσιο διάλογο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη από τον Μάρτιο έχει καλέσει τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να το εξετάσουν, ώστε να αντισταθμίσουν τους αυξημένους λογαριασμούς ενέργειας.
ΑΝ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΜΕ, λοιπόν, στο ερώτημα τι κράτος θέλουμε, ίσως μπορέσουμε να απαντήσουμε και στο διακύβευμα των δεύτερων εκλογών. Θέλουμε ένα επιτελικό κράτος που θα συνθλίβεται σε κάθε αποτυχία της ιδιωτικής αγοράς, όπως ζήσαμε στον αποκλεισμό της Αττικής Οδού, στο τραγικό γεγονός με τη Hellenic Train ή σε κάθε γεγονός που παρουσιάζεται ως «ασύμμετρη απειλή»; Ή ένα ευέλικτο, αποτελεσματικό και αξιοκρατικό κοινωνικό κράτος που να απαντάει στις σύγχρονες προκλήσεις με πυξίδα το κοινωνικό-εθνικό συμφέρον;