Του Γιώργου Ατσαλάκη, οικονομολόγου, αναπληρωτή καθηγητή Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης
Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ είναι ένα οικονομικό φαινόμενο που αναφέρεται στη συνεχή αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών των αγαθών και υπηρεσιών σε μια οικονομία για ένα χρονικό
διάστημα. Όταν ο πληθωρισμός αυξάνεται, η αγοραστική δύναμη του χρήματος μειώνεται, καθώς οι καταναλωτές χρειάζονται περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν τα ίδια αγαθά και υπηρεσίες που αγόραζαν προηγουμένως. Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν συνήθως να ελέγξουν τον πληθωρισμό μέσω της νομισματικής πολιτικής, αυξάνοντας τα επιτόκια και μειώνοντας τον όγκο του χρήματος. Σήμερα συνυπάρχουν δύο είδη πληθωρισμού: ο πληθωρισμός ζήτησης και ο πληθωρισμός κόστους παραγωγής. Παρόμοιο φαινόμενο είχαμε να δούμε από τον στασιμοπληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση του 1973,
όπου οι κυβερνήσεις χρειάστηκε να αυξάνουν τα επιτόκια μέχρι το 1980 για να αρχίσει να μειώνεται ο πληθωρισμός. Τότε οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια στο 14%!
Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ζήτησης δημιουργήθηκε εξαιτίας της άφθονης ποσότητας χρημάτων των προηγουμένων ετών, τα οποία προήλθαν από την «εκτύπωση χρήματος» ή αλλιώς την
ποσοτική χαλάρωση, και την αφθονία των πιστώσεων από τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια των προηγούμενων ετών.
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ του πληθωρισμού ζήτησης απαιτεί να μειωθεί η αφθονία χρήματος, μέσω του περιορισμού των πιστώσεων (δανείων), και της «ποσοτικής χαλάρωσης», για να μειωθεί η ζήτηση, στη συνέχεια να μειωθούν οι τιμές και να μειωθεί ο πληθωρισμός. Οπότε οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού για να συρρικνώσουν τις πιστώσεις.
Η ΑΥΞΗΣΗ των επιτοκίων όμως δεν επηρεάζει τον άλλο πληθωρισμό, δηλαδή τον πληθωρισμό κόστους παραγωγής, ο οποίος οφείλεται στις αυξημένες τιμές της ενέργειας. Οι αυξημένες τιμές της ενέργειας οφείλονται στην αδυναμία πρόβλεψης αύξησης της ζήτησης φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια. Πρόχειρες αποφάσεις ωθούσαν στην ταχεία απόσυρση πηγών ενέργειας που τροφοδοτούσαν σταθερά και συνεχώς το ηλεκτρικό δίκτυο (π.χ. λιγνίτης, πετρέλαιο, αέριο κ.λπ.) και την αντικατάστασή τους με πηγές ενέργειας που δεν μπορούν να τροφοδοτούν σταθερά και συνεχώς (επί εικοσιτετραώρου
βάσεως) το ηλεκτρικό δίκτυο. Επιπλέον η υπερ-τροφοδότηση του δικτύου μπορεί να δημιουργήσει αστάθεια στο δίκτυο ακόμα και blackout.
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΛΥΦΘΟΥΝ τα κενά για σταθερή και συνεχή παραγωγή, σχεδόν όλα τα κράτη στράφηκαν προς το φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα η αυξημένη ζήτησή του, σε μια αγορά πλήρως καρτελοποιημένη, που ελέγχεται κυρίως από το καρτέλ του ΟΠΕΚ+Ρωσία, να απογειώσει τις τιμές του φυσικού αερίου και να παρασύρει και όλες τις άλλες πηγές ενέργειας σε δυσθεώρητη άνοδο τιμών τους, από τις αρχές του 2021.
ΟΙ ΤΙΜΕΣ της ενέργειας μπορούν να μειωθούν είτε με αύξηση της παραγωγής, κυρίως του φυσικού αερίου που αποτελεί το μεταβατικό καύσιμο (μετά το 2022) προς την πράσινη ενέργεια, είτε με μείωση της ζήτησης ενέργειας λόγω ύφεσης της οικονομίας με τραγικές συνέπειες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η αύξηση της παραγωγής φυσικού αερίου βραχυχρόνια δεν μπορεί να συμβεί, καθώς τέτοιες επενδύσεις τα τελευταία 15 έτη θεωρούνταν
μη πράσινες, με αποτέλεσμα να μη χρηματοδοτούνται από τις τράπεζες. Η πιθανότητα η μείωση της ζήτησης ενέργειας να προέλθει από την ύφεση στην οποία θα οδηγηθούν οι οικονομίες από την αύξηση των επιτοκίων για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός ζήτησης, ολοένα έρχεται και πιο κοντά. Η πρόσφατη ανακοίνωση του ΔΝΤ όπου η αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ θα είναι μόνο 3%, το χαμηλότερο ποσοστό της τελευταίας 30ετίας, είναι πολύ ανησυχητική.