Του Αλέξανδρου Κοντονικά
Καθηγητής Οικονομικών στο Essex Business School και
Τoυ Σωτήριου Κόκα
Αναπληρωτής καθηγητής στα Χρηματοοικονομικά στο Essex Business School
ΤΟ 2021, ο κλάδος των Ιδιωτικών Κεφαλαίων (Private Equity) βίωσε επίπεδο ρεκόρ όσον αφορά την άντληση κεφαλαίων και τις συναλλαγές, φτάνοντας στην κορύφωση μιας τάσης δεκαετιών. Η ανάπτυξη του κλάδου έλαβε χώρα σε ένα ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον. Ωστόσο, μετά από μια μακρά περίοδο υπερχαλαρής νομισματικής πολιτικής, με τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών σε ιστορικό χαμηλό ταυτόχρονα με τη σημαντική επέκταση των ισολογισμών τους, η έντονη άνοδος του πληθωρισμού ανέτρεψε τα δεδομένα. Οι κεντρικές τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωζώνης αύξησαν τα επιτόκιά τους κατά περίπου 4%, σε σύγκριση με το τέλος του 2021. Ενώ η ποσοτική σύσφιγξη, μια απευθείας μείωση των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών μέσω της πώλησης ομολόγων, δεν έχει λάβει χώρα ακόμα στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη, η στήριξη μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης έχει μειωθεί. Λόγω αυτών των σημαντικών αλλαγών, προκύπτουν αρκετές προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες, για τον κλάδο των Ιδιωτικών Κεφαλαίων. Γενικά, αναμένονται σημαντικές αλλαγές στην προοπτική ανάπτυξης του κλάδου, τη δομή του, καθώς και την προσδοκώμενη απόδοση αυτών των επενδύσεων.
ΠΡΏΤΟΝ, η ροή χρηματοδότησης προς τα Ιδιωτικά Κεφάλαια από θεσμικούς επενδυτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, είναι πιθανόν να επιβραδυνθεί σημαντικά. Οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται, επομένως η «αναζήτηση απόδοσης» (search for yield) που προκλήθηκε από τα (σχεδόν) μηδενικά επιτόκια των κεντρικών τραπεζών και ωφέλησε τον κλάδο των εναλλακτικών επενδύσεων, όπως τα Ιδιωτικά Κεφάλαια, θα περιοριστεί. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να αποτελέσει μεγάλη πρόκληση για την άντληση χρηματοδότησης των Ιδιωτικών Κεφαλαίων. Επιπλέον, μπορεί να οδηγήσει σε άλλες σημαντικές αλλαγές, όπως την πιο προσεκτική ανάλυση του κόστους επένδυσης στα Ιδιωτικά Κεφάλαια από τους Limited Partners, οι οποίοι θα βρεθούν σε θέση μεγαλύτερης διαπραγματευτικής δύναμης έναντι των General Partners. Επίσης, στη συγκέντρωση κεφαλαίων σε λίγα μεγάλα funds εις βάρος των μικρότερων και νεότερων funds.
ΔΕΎΤΕΡΟΝ, τα υψηλότερα επιτόκια εγείρουν ανησυχίες σχετικά με τη διαθεσιμότητα και το κόστος της χρηματοοικονομικής μόχλευσης. Κατά τη διάρκεια της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, παρατηρήθηκε αυξημένη χρηματοδότηση για την υλοποίηση εξαγορών με δανειακή μόχλευση (Leveraged Buyouts, LBOs). Μεταξύ άλλων υποστηρικτικών παραγόντων, οι υψηλές αξιολογήσεις των επιχειρήσεων έκαναν τους δανειστές αισιόδοξους για την αξία των ενέχυρων και την κάλυψη των τόκων. Στο νέο περιβάλλον σφικτής νομισματικής πολιτικής, οι τράπεζες θα είναι πιο διστακτικές να χρηματοδοτήσουν LBOs με μεγάλο βαθμό μόχλευσης. Ήδη, η έκδοση δανείων για χρηματοδότηση LBOs σε ΗΠΑ και Ευρώπη μειώθηκε κατά 50% μεταξύ 20212022, ενώ την ίδια στιγμή αυξήθηκε ο αριθμός των μικρότερων deals που χρηματοδοτούνται από μη-τραπεζικούς φορείς.
Η ΜΕΊΏΣΗ των τραπεζικών δανείων αναμένεται να κατανεμηθεί άνισα. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που έχουν καλό ιστορικό σχέσεων τραπεζικού δανεισμού θα επηρεαστούν λιγότερο. Πέρα από τη διαθεσιμότητα της χρηματοοικονομικής μόχλευσης, το υψηλότερο κόστος δανεισμού αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τη δραστηριότητα των Ιδιωτικών Κεφαλαίων στα LBOs. Οι υπερχρεωμένες επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν αυξανόμενες δυσκολίες στην εξόφληση των τόκων και του δανειακού κεφαλαίου. Οι προβλέψεις κερδοφορίας των επιχειρήσεων θα πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη την ετερογενή ευαισθησία των διαφορετικών οικονομικών κλάδων στη μεταβολή των επιτοκίων.
ΤΡΊΤΟΝ, θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στην απόδοση των Ιδιωτικών Κεφαλαίων. Οι υψηλότερες δανειακές πληρωμές μειώνουν άμεσα τον εσωτερικό βαθμό απόδοσης (Internal Rate of Return, IRR) που επιτυγχάνουν τα Ιδιωτικά Κεφάλαια κατά τη φάση της εξόδου από την επένδυση. Ως εκ τούτου, η στρατηγική της χρήσης μόχλευσης, προκειμένου να ενισχυθεί η απόδοση των Ιδιωτικών Κεφαλαίων, θα αντιμετωπίσει αντιξοότητες. Επιπλέον, τα υψηλά επιτόκια μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομική ύφεση, κάτι που αποτελεί κακή είδηση για τα περισσότερα asset classes. Η προηγούμενη ιστορική εμπειρία αυξανόμενων επιτοκίων, π.χ. στις αρχές της δεκαετίας του 1990, συμφωνεί με αυτές τις προσδοκίες. Από την άλλη πλευρά όμως, η υποχώρηση του κύματος χρηματοδότησης που εκτόξευσε τα Ιδιωτικά Κεφάλαια κατά την περίοδο των μηδενικών επιτοκίων, πιθανότατα θα συνοδευτεί από χαμηλότερες αξιολογήσεις των εταιρειών-στόχων για LBOs. Τα funds που αναζητούν συντηρητικά τιμολογημένες εταιρείες προς εξαγορά και ενδιαφέρονται να αυξήσουν οργανικά την αξία των επενδύσεών τους, θα αντιμετωπίσουν καλύτερες προοπτικές σε σύγκριση με αυτά που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό στην απλή στρατηγική της μόχλευσης. Τέλος, παραμένει να δούμε εάν στο νέο περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων η μεγάλη διασπορά που παρατηρείται ιστορικά στην απόδοση μεταξύ των καλύτερων και χειρότερων funds θα αυξηθεί περαιτέρω ή θα μειωθεί.
ΣΥΝΟΨΊΖΟΝΤΑΣ, οι σημαντικές αλλαγές στο περιβάλλον νομισματικής πολιτικής θα έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις στον κλάδο των Ιδιωτικών Κεφαλαίων. Οι προκλήσεις και οι ευκαιρίες που προκύπτουν από την πιο αυστηρή νομισματική πολιτική θα απαιτήσουν από τους συμμετέχοντες να προσαρμόσουν τις στρατηγικές τους και να αξιολογήσουν προσεκτικά τις επενδυτικές τους αποφάσεις. Καθώς οι συνθήκες συνεχίζουν να εξελίσσονται, η ικανότητα του κλάδου να προσαρμοστεί και να καινοτομήσει θα είναι κρίσιμη. Δεδομένου του ρόλου των Ιδιωτικών Κεφαλαίων στην υλοποίηση των επενδύσεων του Ταμείου Ανάπτυξης, οι προοπτικές του κλάδου είναι σημαντικές για την ελληνική οικονομία.