Της Αυγής Οικονομίδου, Senior Advisor Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών ΣΕΒ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΕΒ τα ζητήματα της ακεραιότητας και της διαφάνειας αποτελούν διαχρονικά θέματα υψηλής προτεραιότητας στην προσπάθεια αναβάθμισης της επιχειρηματικής λειτουργίας και ανταγωνιστικότητας. Με αφορμή και το νέο πλαίσιο που έθεσε ο πρόσφατος νόμος 4990/2022 για την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου (whistleblowing), ως απόρροια της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937, διοργάνωσε πρόσφατα ενημερωτική εκδήλωση για τις επιχειρήσεις και δημοσίευσε ειδική έκδοση με τα κυριότερα
σημεία του νόμου, ενώ οι δράσεις θα συνεχιστούν με τη σταδιακή εφαρμογή του πλαισίου. Βασική επιδίωξη είναι η έγκαιρη και ολοκληρωμένη ενημέρωση των επιχειρήσεων για το νέο
κανονιστικό πλαίσιο, ώστε όχι μόνο να συμμορφωθούν στις νέες κανονιστικές απαιτήσεις, αλλά κυρίως να εξελίξουν την εταιρική τους κουλτούρα σε μια κατεύθυνση (πιο) ανοιχτής επικοινωνίας και να καρπωθούν πολλαπλά οφέλη.
ΠΩΣ ΩΦΕΛΟΥΝΤΑΙ πολλαπλά οι επιχειρήσεις. Με την εφαρμογή συστημάτων για τη διαχείριση των αναφορών παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου, οι επιχειρήσεις ωφελούνται πολλαπλώς. Μειώνουν τον επιχειρηματικό τους κίνδυνο, αποφεύγουν οικονομικές συνέπειες και προστατεύουν τη φήμη τους. Αυτό συμβαίνει διότι οχυρώνονται με μηχανισμούς που αποτρέπουν, ή αποκαλύπτουν, παραβιάσεις που θίγουν τα συμφέροντά τους. Στην περίπτωση δε που οι μηχανισμοί αυτοί δεν περιοριστούν σε παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου μόνο, αλλά επεκταθούν ευρύτερα (π.χ. σε περιπτώσεις παραβίασης του Κώδικα Δεοντολογίας), συντελούν ακόμα περισσότερο στην ενίσχυση της ακεραιότητας και στην καλλιέργεια επιχειρησιακής ηθικής. Αυτό είναι σημαντικό, διότι, χάρη σε μια κουλτούρα ανοιχτής επικοινωνίας, οι εργαζόμενοι και οι προμηθευτές αισθάνονται ασφάλεια να μιλούν ανοιχτά για ό,τι τους απασχολεί, πιθανά προβλήματα αντιμετωπίζονται σε πρώιμο στάδιο και τελικά έτσι κερδίζεται η εμπιστοσύνη των πελατών, των μετόχων και της κοινωνίας.
ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ο νόμος και τι πρέπει να κάνουν οι επιχειρήσεις. Βασικός στόχος του ν. 4990/2022 είναι η διασφάλιση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου προστασίας των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου. Τι σημαίνει αυτό; Επιγραμματικά, οι επιχειρήσεις οφείλουν να:
α) αναπτύξουν ένα σύστημα (δίαυλο) εσωτερικής υποβολής, παραλαβής και παρακολούθησης αναφορών τέτοιου είδους παραβιάσεων και β) ορίσουν έναν υπεύθυνο Παραλαβής και Παρακολούθησης Αναφορών (ΥΠΠΑ). Οι επιχειρήσεις με περισσότερους από 250 εργαζομένους οφείλουν να έχουν συμμορφωθεί έως τις 11.05.2023 και εκείνες με 50-249 εργαζομένους έως τις 17.12.2023. Σε περιπτώσεις απόκλισης προβλέπονται κυρώσεις που μπορεί να ανέλθουν έως και 500 χιλ. ευρώ.
ΚΡΙΣΙΜΑ σημεία που χρειάζονται προσοχή. Μία πρόβλεψη του νόμου που δεν έχει γίνει όσο πρέπει αντιληπτή είναι ότι στις υποχρεώσεις εμπίπτουν και επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζομένους, εφόσον δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένους τομείς οι οποίοι θα καθοριστούν με ΚΥΑ που εκκρεμεί. Η ημερομηνία έναρξης των υποχρεώσεων αυτών των επιχειρήσεων δεν έχει επίσης προσδιοριστεί ακόμα, γεγονός που εύλογα προκαλεί σύγχυση και αδράνεια σε αυτές. Για παράδειγμα, επιχειρήσεις που λειτουργούν βάσει απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, ή των οποίων οι δραστηριότητες δύνανται από τη φύση τους να προκαλέσουν κίνδυνο στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, είναι υπόχρεες ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούν. Τέλος, προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι εκκρεμεί σειρά άλλων εξουσιοδοτικών διατάξεων (ΚΥΑ), ενώ οι
προθεσμίες για τη συμμόρφωση πλησιάζουν. Είναι σημαντικό να επιταχυνθούν οι απαιτούμενες ενέργειες, όχι μόνο για να δώσουν κρίσιμες διευκρινίσεις σε διάφορα ζητήματα που προβληματίζουν τις επιχειρήσεις (π.χ. για τη διαδικασία υποβολής, παραλαβής και παρακολούθησης των αναφορών, τη δυνατότητα χρήσης κοινών πόρων και τις απαιτήσεις της ηλεκτρονικής πλατφόρμας), αλλά και για να συμβάλουν στην ολοκλήρωση του νέου πλαισίου και κατ’ επέκταση στην ουσιαστική εφαρμογή των προβλέψεων του νόμου. Σε διαφορετική περίπτωση, θα έχει θεσπιστεί ένα πρόσθετο κανονιστικό βάρος για τις επιχειρήσεις, δίχως θετικό αντίκτυπο.