Skip to main content

Ποιο ενεργειακό μοντέλο θέλουμε;

Εν όψει εθνικών εκλογών είναι απαραίτητο όλα τα κόμματα να τοποθετηθούν με σαφήνεια γύρω από κεντρικές ενεργειακές επιλογές.

Του Νίκου Μάντζαρη, αναλυτή Πολιτικής για την Ενέργεια και το Κλίμα & συνιδρυτή του The Green Tank

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ενεργειακή κρίση επιτάχυνε την ενεργειακή μετάβαση. Μέσα στο 2022, η χώρα κατόρθωσε να μειώσει την αθροιστική χρήση λιγνίτη και ορυκτού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή κατά περισσότερο από 10%, αυξάνοντας παράλληλα την παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κατά 14% και μειώνοντας τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας κατά 3,3%. Σε ό,τι αφορά συνολικά την κατανάλωση ορυκτού αερίου, η Ελλάδα έκλεισε την οκτάμηνη περίοδο μείωσης που όρισε η Ευρωπαϊκή Ένωση (Αύγουστος 2022-Μάρτιος 2023), περιορίζοντας τη χρήση κατά 20,9% σε σύγκριση με τον μέσο όρο πενταετίας και 31,8% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους, σχεδόν 6 ποσοστιαίες μονάδες δηλαδή περισσότερο από τον ευρωπαϊκό στόχο του -15%.

ΟΙ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΕΣ αυτές επιδόσεις, που ξεπερνούν τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, ήρθαν παρά τις περί του αντιθέτου τοποθετήσεις σχεδόν του συνόλου του πολιτικού συστήματος και της πλειονότητας των αναλυτών που προέτρεπαν σε επιστροφή στον λιγνίτη και σε κατασκευή πληθώρας υποδομών αποθήκευσης ορυκτού αερίου, προκειμένου να υπάρχει επάρκεια τροφοδοσίας για τη διατήρηση της κατανάλωσης αερίου στα προ κρίσης επίπεδα.

ΙΣΩΣ ΟΜΩΣ η πιο αξιοσημείωτη αλλαγή παρατηρήθηκε με τη δυναμική συμμετοχή των πολιτών στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση. Τα στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ αποκαλύπτουν κατακόρυφη αύξηση των αιτήσεων σύνδεσης φωτοβολταϊκών για αυτοπαραγωγή και κάλυψη ιδίων ενεργειακών αναγκών είτε σε επίπεδο νοικοκυριού, είτε συλλογικά, μέσα από ενεργειακές κοινότητες.

ΩΣΤΟΣΟ, και ενώ συμβαίνουν όλες αυτές οι ευεργετικές αλλαγές για το περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία, η σημερινή κυβέρνηση κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση με
την ανοχή ή ακόμα και τις ευλογίες των πολιτικών κομμάτων εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα, δόθηκε διοικητική άδεια αύξησης των ωρών λειτουργίας όλων των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ σε επίπεδα που αγγίζουν το 100% των δυνατοτήτων των μονάδων. Ολοκληρώθηκε επίσης η κατασκευή μιας νέας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το ορυκτό αέριο, ενώ
προγραμματίζεται η κατασκευή τουλάχιστον άλλων δύο, χωρίς καμία δέσμευση για την απόσυρση ισοδύναμης ισχύος υφιστάμενων μονάδων αερίου. Επιπλέον και παρά την ευρωπαϊκή κατεύθυνση για δραστική μείωση της κατανάλωσης ορυκτού αερίου στην Ευρώπη που αντικατοπτρίζεται στο σχέδιο REPowerEU, η Ελλάδα φαίνεται να επενδύει στην ενίσχυση της εξάρτησης άλλων χωρών από το ορυκτό αέριο, καθώς σχεδιάζονται πέντε νέοι τερματικοί σταθμοί LNG και ένας νέος αγωγός που θα μεταφέρει αέριο στα Δυτικά Βαλκάνια. Παράλληλα, ο συνδυασμός της ενεργειακής κρίσης και των εντάσεων με την Τουρκία ενίσχυσε τη διακομματική εμμονή στις έρευνες για εγχώρια κοιτάσματα υδρογονανθράκων.

ΕΝ ΜΕΣΩ αυτών των εξελίξεων, εκείνο που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το ενεργειακό μέλλον της χώρας είναι το υπό αναθεώρηση Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα.
Έτσι, εν όψει εθνικών εκλογών είναι απαραίτητο όλα τα κόμματα να τοποθετηθούν με σαφήνεια γύρω από κεντρικές ενεργειακές επιλογές, οι οποίες θα κρίνουν τη βιωσιμότητα
και το κόστος του ενεργειακού συστήματος της χώρας τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ αυτό θα πρέπει να διδαχθούμε από την πρόσφατη ιστορία του λιγνίτη, η οποία, μεταξύ άλλων, οδήγησε στο πανάκριβο φιάσκο της Πτολεμαΐδας 5, που κόστισε στους πολίτες, στη ΔΕΗ και στην εθνική οικονομία περισσότερο από 1,5 δισ. ευρώ και χαρακτηρίστηκε πολύ ορθά από τον πρώην υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κ. Χατζηδάκη ως διακομματικό λάθος. Η πιθανή επανάληψη των ίδιων ολέθριων λαθών με επίκεντρο υποδομές ορυκτού αερίου αυτή τη φορά είναι ανεπίτρεπτη.

ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν τη χώρα οφείλουν να αναγνωρίσουν δημοσίως τις δυσοίωνες προοπτικές για τη χρήση του ορυκτού αερίου και να αναθεωρήσουν το δόγμα της προηγούμενης δεκαετίας για χρήση του αερίου ως καυσίμου «μετάβασης». Το προσχέδιο του ΕΣΕΚ κινείται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι άτολμο ως προς τους στόχους περιορισμού της κατανάλωσης αερίου ως το 2030 σε σχέση τόσο με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς στόχους όσο και με τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας τις οποίες ανέδειξε καθαρά η κρίση.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει μια νέα διεθνή πραγματικότητα και έχει ήδη αλλάξει ανεπιστρεπτί την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική. Συνεπώς, η επιμονή σε επενδυτικές αποφάσεις για έργα υποδομών ορυκτού αερίου που λήφθηκαν πριν από την κρίση θα ζημιώσει όχι μόνο τους καταναλωτές, αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις, ακόμα και αν τα έργα υποστηριχθούν στην αρχή μέσα από επιδοτήσεις και κρατικές ενισχύσεις, όπως
διαφαίνεται.

Η ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ενέργειας και η ανάπτυξη των ΑΠΕ σε συνδυασμό με υποστηρικτικές υποδομές αποθήκευσης ενέργειας και δίκτυα θα πρέπει να αποτελέσουν τη νέα ενεργειακή στρατηγική της χώρας. Ο στόχος είναι ξεκάθαρος: ένα μίγμα ηλεκτροπαραγωγής πλήρως απαλλαγμένο από εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ως το 2035. Είναι όχι μόνο ο κλιματικά φιλικότερος δρόμος, αλλά και με διαφορά ο οικονομικότερος. Η έμπρακτη στήριξη πρωτοβουλιών πολιτών και επιχειρήσεων προς αυτή την κατεύθυνση με πόρους, κίνητρα και συγκεκριμένους σχετικούς στόχους στο ΕΣΕΚ είναι αναγκαία προϋπόθεση για μια ισορροπημένη και κοινωνικά δίκαιη μετάβαση.