Του Άγγελου Χρυσόγελου, αναπληρωτή καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University
ΕΙΝΑΙ γνωστή η ιστορία ότι ο διαβόητος μαφιόζος Αλ Καπόνε τελικά μπήκε στη φυλακή όχι για κάποιο από τα ειδεχθή εγκλήματά του αλλά για μια υπόθεση φοροδιαφυγής. Αυτή η ιστορία λέγεται συχνά στις ΗΠΑ για να δείξει ότι η δικαιοσύνη τελικά αποδίδεται, ακόμα και αν χρειαστεί να μεταχειριστεί πρωτότυπες, ίσως και ανορθόδοξες μεθόδους. Κάποιος μπορεί να πει ότι δύο ανάλογες περιπτώσεις βλέπουμε σήμερα με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι λαϊκιστές ηγέτες που αναστάτωσαν περισσότερο από όλους την πολιτική στις δυτικές δημοκρατίες τα προηγούμενα χρόνια: ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπόρις Τζόνσον.
ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ τους αντιμετωπίζουν κατηγορίες και σύρονται σε καταθέσεις και δίκες για ζητήματα που μάλλον είναι
επουσιώδη σε σχέση με όσα τους καταλόγιζαν οι αντίπαλοί τους. Ο Τζόνσον κλήθηκε να καταθέσει σε επιτροπή του βρετανικού κοινοβουλίου για την υπόθεση των πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ στην περίοδο των λοκντάουν, αντιμετωπίζοντας την κατηγορία ότι παραπλάνησε το κοινοβούλιο και τη δικαιοσύνη όταν ρωτήθηκε για αυτά στο παρελθόν. Ο Τραμπ, από την άλλη, αντιμετωπίζει τις κατηγορίες μιας πορνοστάρ σχετικά με χρήματα που της έδωσε στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας το 2016.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ αντιπάλους τους οι υποθέσεις αυτές δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να δικαιώνουν την άποψη ότι οι Τζόνσον και Τραμπ ήταν εξαρχής διεφθαρμένες προσωπικότητες, των οποίων η παρουσία διάβρωνε τους δημοκρατικούς θεσμούς. Για τους οπαδούς τους, οι διώξεις βρίθουν υποκρισίας. Για κάποιους άλλους, όσο και αν οι Τραμπ και Τζόνσον ήταν όντως ανεύθυνοι και προβληματικοί ηγέτες, το γεγονός ότι τελικά διώκονται για υποθέσεις χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αποτύπωμα ίσως καταλήγει να βλάπτει τη δημοκρατία στο όνομα της προστασίας της.
ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ είναι ότι οι υποθέσεις εναντίον των Τζόνσον και Τραμπ αφορούν ζητήματα που δικαιώνουν τον
ηθικό πανικό των αντιπάλων τους και τα αρνητικά στερεότυπα που υπήρχαν για αυτούς. Στην περίπτωση του Τζόνσον, τα πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ επιβεβαιώνουν το στερεότυπο ενός ανεύθυνου ηγέτη, χωρίς καμία αίσθηση σοβαρότητας του δημόσιου ρόλου του. Για τον Τραμπ, το σκάνδαλο με τη Στόρμι Ντάνιελς τον διαπομπεύει στα μάτια της βάσης του κόμματός του και αναδεικνύει την υποκρισία του να εμφανίζεται ως προστάτης των παραδοσιακών αμερικανικών αξιών. Παρά το πολιτικά όχι ιδιαίτερα κρίσιμο περιεχόμενό τους, και οι δυο υποθέσεις είναι σαν να επελέγησαν ακριβώς για να απαξιώσουν όχι την προσωπική ηθική των δυο, αλλά την εικόνα και το πολιτικό στιλ που τους έφερε στην εξουσία εξαρχής.
ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ του Τζόνσον και του Τραμπ βλέπουν τις διώξεις τους σαν περιπτώσεις Αλ Καπόνε, δηλαδή σαν
κάποιο είδος πολιτικής θείας δίκης: δυο πολιτικοί που έπληξαν καίρια τις δημοκρατικές αξίες και κανόνες τελικά διασύρονται για σχετικά ασήμαντες υποθέσεις, αποδεικνύοντας ότι οι θεσμοί ξέρουν να αυτο-προστατεύονται. Εδώ όμως έγκειται και το μεγάλο πρόβλημα με τις διώξεις: ότι αντί να κλείνουν πληγές και να επανεπιβεβαιώνουν το κύρος των θεσμών, δικαιώνουν την αίσθηση ενός κοινού εξαρχής δύσπιστου ότι οι αντίπαλοι του «συστήματος» αντιμετωπίζονται με άλλα κριτήρια και σταθμά, ακόμα και όταν υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ή σοβαροί λόγοι για την έξωσή τους από την πολιτική αρένα.
ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ Τζόνσον και Τραμπ διαφέρουν φυσικά ως προς το μέγεθος του διακυβεύματος. Στη Βρετανία ο
Τζόνσον είναι ήδη «καμένο χαρτί» πολιτικά και πιθανή καταδίκη θα του κοστίσει ίσως τη θέση του στο κοινοβούλιο, αλλά δεν θα καθορίσει μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις, καθώς αυτές πλέον έχουν ξεφύγει από τον αστερισμό του Brexit. Στις ΗΠΑ όμως, η δίωξη κατά του Τραμπ απειλεί να δυναμιτίσει το κλίμα, καθώς ο τέως πρόεδρος έχει ξεκαθαρίσει ότι θα είναι εκ νέου υποψήφιος στις εκλογές του επόμενου έτους.
ΠΑΡΑ τη χαιρεκακία πολλών αντιπάλων του, οι αντιδράσεις μεταξύ των κατεστημένων ΜΜΕ και των γνωστότερων σχολιαστών στις ΗΠΑ είναι μουδιασμένες. Στα χρόνια της προεδρίας του, ο Τραμπ κατηγορήθηκε, μεταξύ άλλων, για κατασκοπία υπέρ της Ρωσίας, προσωπική διαφθορά, προσβολή της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, υποκίνηση σε πραξικόπημα, και διασπορά ψευδών ειδήσεων που οδήγησαν σε θάνατο χιλιάδες ανθρώπους στα χρόνια της πανδημίας. Το ότι τελικά διώκεται για κάτι κωμικά ασήμαντο σε σύγκριση με αυτά που του καταλογίζονταν πολύ απλά επιβεβαιώνει την πίστη των οπαδών του ότι για όλες τις άλλες κατηγορίες δεν υπάρχει καμία απόδειξη ενοχής και άρα το σύστημα απλά προσπαθεί να τον εμποδίσει με κάθε μέσο.
ΠΟΛΥ ΛΙΓΟΙ στην Ουάσιγκτον, συμπεριλαμβανομένου και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, έχουν διάθεση να
ξαναδούν τον Τραμπ υποψήφιο. Γνωρίζουν όμως επίσης πολύ καλά ότι η αίσθηση της κατασκευασμένης δίωξης, ακόμα και αν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, μπορεί να είναι μοιραία για μια χώρα σε τέτοια επίπεδα πολιτικής πόλωσης. Είναι μεγάλος ο πειρασμός η δημοκρατία να εκδικηθεί τους υπονομευτές της αντιγράφοντας τη δική τους μεθοδολογία διχασμού. Αυτό είναι όμως ένα παιχνίδι που παίζεται στο γήπεδο του λαϊκισμού, και από το οποίο η δημοκρατία εξ ορισμού δεν μπορεί να βγει κερδισμένη.