Του Δημήτρη Βαργιάμη
Γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας
Tο γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν βασικό κύτταρο στην οικονομική ανάπτυξη, την παραγωγή, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή είναι αδιαμφισβήτητο, αν και το τελευταίο διάστημα πολλές φορές οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις βρέθηκαν στο επίκεντρο θέσεων και πολιτικών που τις θέλουν εκτός του οικονομικού κύκλου.
Διαχρονικά οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα λειτούργησαν και συνεχίζουν να λειτουργούν ως φυτώρια καινοτόμων ιδεών και προθάλαμος δημιουργίας των μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα αποτελούν τους «αιμοδότες» των τοπικών κοινωνιών, καθώς είναι αυτές που δημιουργούν κατά κύριο λόγο θέσεις εργασίας και εισόδημα. Η μικρομεσαία επιχείρηση αποτελεί τον μεγαλύτερο συλλογικό εργοδότη στην Ελλάδα και όλα αυτά τα χρόνια της οικονομικής, της πανδημικής κρίσης που προηγήθηκαν και της ενεργειακής κρίσης που εξελίσσεται, λειτούργησε με ίδιον κόστος, ως το δίχτυ ασφαλείας για την κοινωνία. Τόσο στο επίπεδο της διασφάλισης θέσεων εργασίας και στη δημιουργία νέων όσο και στο επίπεδο της συγκράτησης των τιμών. Η σχέση τους με το κοινωνικό σύνολο δεν είναι απρόσωπη, σε πολλές περιπτώσεις μεταφέρεται και ισχυροποιείται από γενιά σε γενιά. Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι τα οικονομικά τους πλεονάσματα τα επενδύουν στη χώρα μας, κάτι το οποίο αναδεικνύει και τη συνείδηση με την οποία πορεύονται. ΠΑΡΟΤΙ είναι δύσκολο να γίνουν προβλέψεις για το εύρος και το βάθος των συνεπειών της τρέχουσας κρίσης, είναι μάλλον εύκολο να διαβλέψουμε ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι και πάλι η μόνη που μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας και της κοινωνίας και της οικονομίας.
Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι η στήριξη των μικρομεσαίων, η ενίσχυσή τους στις σημερινές ακραίες συνθήκες, η προστασία τους από την υπερχρέωση, η διευκόλυνση πρόσβασης σε χρηματοδοτήσεις που θα τις βοηθήσουν να μεταβούν στην ψηφιακή εποχή, αποτελούν τον μόνο δρόμο αντιμετώπισης των μεγάλων κλυδωνισμών της οικονομίας και της κοινωνίας μας.
Οι στρεβλές απόψεις που διατυπώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ότι «οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι θνησιγενείς και βαρίδι στην οικονομία», ότι «πρέπει να συγχωνευθούν ή να σβήσουν από τον επιχειρηματικό χάρτη», μάλλον αγνοούν την πραγματικότητα, που θέλει οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να συνεχίζουν να αποτελούν βασικό πυλώνα της επιχειρηματικότητας και της οικονομίας, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, με ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 99,8% και 99,9%, καλύπτοντας όλο το φάσμα των παραγωγικών δραστηριοτήτων και κλάδων.
Είναι ενδεικτικό, σύμφωνα με στοιχεία της Ετήσιας Έκθεσης της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας για το 2022, ότι σε έξι κλάδους της οικονομίας όπου δεσπόζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (μεταποίηση, κατασκευές, χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευής οχημάτων και μοτοσικλετών, παροχής καταλυμάτων και εστίασης, διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες) από το δεύτερο εξάμηνο του 2019 έως το πρώτο του 2022 η απασχόληση αυξήθηκε κατά 61,5%, όταν την ίδια περίοδο η συνολική απασχόληση στην ελληνική οικονομία αυξήθηκε κατά 5,3%. Από αυτό και μόνο μπορεί κανείς να αντιληφθεί το θετικό αποτύπωμα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βασίζεται στην αποτελεσματική και βιώσιμη λειτουργία των ΜμΕ, καθώς αποτελούν το βασικό επιχειρηματικό μοντέλο και συνιστούν τον βασικό μοχλό καταπολέμησης της ανεργίας και ενδυνάμωσης της κοινωνικής συνοχής. Προκειμένου να είναι σε θέση να επιτελέσουν τις πολύπλευρες αυτές λειτουργίες λοιπόν χρειάζονται ανοιχτές πόρτες και όχι αποκλεισμοί. Πολιτικές που θα τις ενισχύσουν, θα τις θωρακίσουν και θα τους δώσουν την προοπτική να επιτελέσουν τον στρατηγικό τους ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας.