Του Βασίλη Κορκίδη, προέδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (ΕΒΕΠ) και του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής (ΠΕΣΑ)
Η ΕΠΟΜΕΝΗ τετραετία δεν αναμένεται να είναι εύκολη για τη διεθνή οικονομία και κατά συνέπεια ούτε για την
ελληνική. Η κυβέρνηση που θα προκύψει, όπως όλα δείχνουν, από τις διπλές εκλογικές αναμετρήσεις θα κληθεί να επιλύσει δύσκολες εξισώσεις στο οικονομικό πεδίο, όπου ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού και αυξημένων επιτοκίων δημιουργεί ένα εκρηκτικό μίγμα διεθνώς, το οποίο μπορεί να προκαλέσει μετά τη στασιμότητα ένα νέο κύμα ύφεσης στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ οικονομία καλείται να ξεπεράσει το λεγόμενο «πολιτικό ρίσκο» και να διατηρήσει τον θετικό βηματισμό των τελευταίων ετών. Η αγορά εκτιμά ότι δεν θα πρέπει να διαταραχθούν οι ισορροπίες, ώστε να εξασφαλιστεί εντός του έτους η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, να παραμείνει η οικονομία σε αναπτυξιακό ρυθμό εν μέσω ενός ομιχλώδους τοπίου στη διεθνή οικονομική σκηνή, αλλά και να επιτευχθεί ο στόχος για επιστροφή του προϋπολογισμού σε πρωτογενές πλεόνασμα. Με άλλα λόγια, η αγορά «ψηφίζει» σταθερότητα στην οικονομική πολιτική, κάτι που όμως θα κριθεί από το αποτέλεσμα της κάλπης.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ διακύβευμα αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς το ενδεχόμενο μιας στροφής στην πολιτική εξαιτίας των πολιτικών εξελίξεων, θα μπορούσε να «εκτροχιάσει» τα χρονοδιαγράμματα του Ταμείου και μάλιστα μετά από μια περίοδο όπου οι εκταμιεύσεις των κονδυλίων, υπό την παρούσα κυβέρνηση, γίνονται με την επίτευξη ορόσημων, που έως τώρα τηρούνται στο ακέραιο. Η αγορά απεύχεται μια ενδεχόμενη αναστροφή στο θετικό επενδυτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί από την αλλαγή πολιτικής και θα οδηγούσε πιθανώς σε «πάγωμα» επιχειρηματικών συμφωνιών και, σε συνδυασμό με καθυστερήσεις συμβάσεων και υλοποίηση έργων, θα επηρέαζε μοιραία την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Η ΧΩΡΑ βρίσκεται στο «κατώφλι» της επενδυτικής βαθμίδας, η σημασία της οποίας δεν έχει γίνει κατανοητή ως προς το τι σημαίνει για την ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τη θέση της απέναντι στις αγορές, οι οποίες αξίζει να υπενθυμιστεί ότι «φλερτάρουν» με την ύφεση. Υπό αυτό το πρίσμα, το στοίχημα είναι να επιτευχθούν η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Οι οίκοι αξιολόγησης, παρά τις θετικές εκτιμήσεις, παραμένουν επιφυλακτικοί αναμένοντας την εξέλιξη των εθνικών εκλογών ώστε να διαπιστώσουν εάν η νέα κυβέρνηση θα διαθέτει την απαραίτητη σταθερότητα, αλλά και βούληση να παραμείνει στον δρόμο των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Αυτό θα συμβεί έχοντας ως δεδομένο ότι η Ελλάδα θα έχει εκπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις που θέτουν κατά καιρούς οι οίκοι αξιολόγησης για
μια νέα αναβάθμιση της οικονομίας.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ οικονομία χάρη σε μια συγκεκριμένη πολιτική που ακολουθήθηκε έδειξε ισχυρές αντοχές απέναντι στις πιέσεις των παραμέτρων που διαμορφώνουν το ευρωπαϊκό, αλλά και το διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι. Ισχυρές αντοχές απέναντι στο «ροκάνισμα» της αγοραστικής δυνατότητας των νοικοκυριών, αλλά και της ικμάδας των
επιχειρήσεων όλων των μεγεθών που μάχονται σε ένα αντίξοο περιβάλλον, όπου ο όρος ανταγωνισμός αναδιαμορφώνεται. Και αυτές τις αντοχές η αγορά δεν φαίνεται διατεθειμένη να τις «θυσιάσει» δεδομένου ότι η αναπτυξιακή πορεία έχει συμβάλει στην αναδιαμόρφωση ενός θετικού κλίματος στην αγορά.
ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ της αγοράς την επομένη των εκλογών είναι ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης φιλικής προς το επιχειρείν, που θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, χωρίς καθυστερήσεις και πισωγυρίσματα. Δεν πρέπει να χαθεί αυτή η οικονομική συγκυρία. Οι επιχειρήσεις έχουν αποδείξει πως μπορούν να ηγηθούν στην προσπάθεια για ανάπτυξη και ευημερία, αρκεί το επόμενο χρονικό διάστημα να υπάρξει μια σχετική σταθερότητα προκειμένου να συνεχίσουν να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη. Η αναζωογόνηση των επενδύσεων που επετεύχθη μετά από μια μακρά περίοδο «ύπνωσής» τους, εξαιτίας εσφαλμένων επιλογών και ιδεοληψιών, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα του κλίματος που πρέπει να επικρατήσει και την επαύριον των εκλογών, ώστε αυτές οι επενδύσεις να μπορέσουν να καρποφορήσουν, άρα και να συνεισφέρουν θετικά στην οικονομία του τόπου. Οι επενδυτές βλέπουν, ζυγίζουν, συγκρίνουν και τοποθετούνται. Και το μήνυμα που εξέπεμψαν οι επενδυτές ήταν ηχηρότατο, γεγονός που έκανε τις διεθνείς αγορές να στρέψουν προς την Ελλάδα.
ΠΡΕΠΕΙ να σημειωθεί ότι το ενδεχόμενο επιστροφής στην πολιτική «ήξεις αφήξεις» δεν θα έχει τα καλύτερα των αποτελεσμάτων, ούτε βέβαια οι πρακτικές των καθυστερήσεων στις επενδύσεις μέσα από προσφυγές για διάφορα θέματα τα οποία είναι γνωστό ότι χρονοτριβούν μέχρις ότου τελεσιδικήσουν. Και είναι σίγουρο ότι οι επενδυτές είτε
από την εσωτερική είτε από τη διεθνή αγορά δεν είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν σε μια «ήξεις αφήξεις» κατάσταση όπως στο παρελθόν.
Η ΕΚΛΟΓΙΚΗ αναμέτρηση γίνεται στην πλέον κρίσιμη συγκυρία για την οικονομία μας. Η αγορά έχασε πολλές ευκαιρίες στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και δεν θα ήθελε να χάσει μία ακόμη. Το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο, το ακατανόητο δημοψήφισμα του 2015, είχε σοβαρές συνέπειες, καθώς πολλές επιχειρήσεις έδωσαν αγώνα για να μη βάλουν λουκέτο. Μια ενδεχόμενη περίοδος πολιτικής αστάθειας δημιουργεί φόβο πως θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για την ελληνική οικονομία. Ας ελπίσουμε πως το αποτέλεσμα των εκλογών θα δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις.