Του Γιώργου Ψαράκη, ΜΔΕ, LL.M., PgCert, δικηγόρου Αθηνών, εταίρου στη δικηγορική εταιρεία «Ψαράκης & Κεφαλάς»
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ των πανωτοκίων είναι γνωστό. Δημιουργήθηκε κυρίως τις δεκαετίες ’80 και ’90 και αφορούσε χιλιάδες επιχειρήσεις και νοικοκυριά των οποίων το χρέος είχε διογκωθεί υπέρμετρα με κίνδυνο την οικονομική καταστροφή παραγωγικών μονάδων και οικογενειών. Ο νομοθέτης επενέβη με τρεις διαφορετικές ρυθμίσεις. Η τελευταία είναι αυτή του νόμου 3259/2004, που ισχύει μέχρι και σήμερα. Βάσει του ισχύοντος, λοιπόν, άρθρου 39 του νόμου 3259/2004, το συνολικό ύψος της οφειλής δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο (ή για αγρότες το διπλάσιο) του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου. Κατά δε το ποσό που η οφειλή υπερβαίνει τα πολλαπλάσια αυτά, θεωρείται εκ του νόμου μερικώς (ή και ολικώς) αποσβεσθείσα και άρα δεν καταβάλλεται.
ΩΣΤΟΣΟ, αν και ο νόμος ισχύει από το 2004, είναι αρκετά τα ζητήματα στα οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα αμφισβήτηση, με αποτέλεσμα τα πιστωτικά ιδρύματα να ακολουθούν τη δική τους κάθε φορά πολιτική, παραπέμποντας τους δανειολήπτες στη δικαστική προσφυγή. Σταχυολογούμε ορισμένα εξ αυτών:
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα, σε αρκετές περιπτώσεις, ισχυρίζονται ότι οι συμβάσεις πίστωσης είχαν τη μορφή αλληλόχρεου λογαριασμού και όχι δανειακής σύμβασης. Τούτο διότι το διπλάσιο/τριπλάσιο σε περίπτωση απλής δανειακής σύμβασης υπολογίζεται επί του καταβληθέντος ποσού, ενώ στην περίπτωση της πίστωσης μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού επί του ποσού που οφειλόταν κατά τον χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης – η διαφορά, ως εκ τούτου, μεταξύ των δύο περιπτώσεων μπορεί να είναι αρκετά μεγάλη. Στην πλειοψηφία των υποθέσεων,
το ζήτημα τούτο τίθεται σε αντιδικίες μεταξύ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος ΥΕΕ και των δανειοληπτών. Ήδη πλήθος δικαστικών αποφάσεων δικαστηρίων μας έχουν οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες συμβάσεις της ΑΤΕ, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν αποτελούν συμβάσεις πίστωσης μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά απλές δανειακές συμβάσεις.
2. Άλλες φορές παρατηρούμε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υιοθετούσαν την πολιτική της «ανακύκλωσης» παλαιότερων δανείων μέσω νέων χρηματοδοτήσεων. Δηλαδή αντί να ρυθμιστεί ένα παλαιότερο δάνειο και άρα να παραμείνουν ορατά τα «ίχνη» του ώστε να ελεγχθεί η εφαρμογή του νόμου του 2004, χορηγούνταν ένα νέο δάνειο, το οποίο όμως ερχόταν να εξοφλήσει το παλαιό. Με αυτόν τον τρόπο, για την εφαρμογή του νόμου για τα «πανωτόκια» λαμβάνονταν υπόψη το νέο δάνειο, το οποίο όμως στην ουσία χρησιμοποιούνταν για να αποσβεστεί λογιστικά η οφειλή του παλαιού δανείου, που κατά μεγάλο μέρος του περιείχε «πανωτόκια». Και στην περίπτωση αυτή υπάρχουν αρκετές δικαστικές αποφάσεις που έχουν κατακρίνει την εν λόγω πρακτική, εφαρμόζοντας τον οικείο συντελεστή στο κεφάλαιο του αρχικού και όχι του νέου δανείου.
3. Ενίοτε δε τα πιστωτικά ιδρύματα ισχυρίζονται ότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται για συμβάσεις που καταρτίστηκαν μετά το 2004. Ωστόσο η ίδια η Ελληνική Ένωση Τραπεζών σε ενημερωτικό δελτίο της στις 15/9/2004 είχε σχολιάσει τα εξής: «Στο νόμο υπάγονται οι απαιτήσεις από τις συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που θα καταρτισθούν μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου (4.8.2004) αλλά και από αυτές που είχαν καταρτισθεί οποτεδήποτε πριν από την ημερομηνία αυτή».
4. Συνήθης ισχυρισμός είναι και ότι δεν έχει εφαρμογή ο νόμος 3259/2004 για συμβάσεις που καταγγέλθηκαν μετά το 2004. Αν δηλ. ο επίμαχος δανειακός λογαριασμός λειτούργησε και μετά τις 4/8/2004 και άρα και μετά τον χρόνο ψήφισης του οικείου νόμου, δεν ήταν ληξιπρόθεσμος το συγκεκριμένο χρονικό σημείο και επομένως δεν τίθεται σε εφαρμογή ο συντελεστής ανώτατου ορίου. Τούτο είχε γίνει δεκτό και με την υπ’ αριθμ. 1313/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία, όμως, και τελικά εξαφανίστηκε με την υπ’ αριθμ. 223/2022 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία και έθεσε το ζήτημα στις σωστές του βάσεις: ακόμα και μετά τις 4/8/2004 να καταγγέλθηκε η δανειακή σύμβαση, ο νόμος εφαρμόζεται απαρεγκλίτως.
5. Ενίοτε προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι ο δανειολήπτης δεν έχει την ιδιότητα του «αγρότη» ώστε ο συντελεστής πολλαπλασιασμού που εφαρμόζεται να είναι 2 και όχι 3. Τούτο είτε επειδή κατά τον χρόνο εφαρμογής του νόμου είχε αλλάξει επάγγελμα ο δανειολήπτης (ή είχε κληρονομηθεί από μη αγρότες κ.ο.κ.), είτε επειδή δανειολήπτης ήταν εταιρεία και όχι φυσικό πρόσωπο. Και τα δύο αυτά επιχειρήματα των τραπεζών αντικρούονται από τη νομολογία: α) σημασία έχει η ιδιότητα του «αγρότη» κατά τον χρόνο σύναψης της δανειακής σύμβασης και β) ως αγρότες δεν θεωρούνται μόνο τα φυσικά πρόσωπα αλλά και τα νομικά πρόσωπα εφόσον: από την ιδρυτική τους πράξη προκύπτει ότι κύρια δραστηριότητά τους είναι η άσκηση της γεωργίας, είναι κάτοχοι αγροτικής εκμετάλλευσης από την άσκηση της οποίας αντλούν τα εισοδήματά τους και η πλειοψηφία του μετοχικού/εταιρικού κεφαλαίου τους ανήκει σε κατά
κύρια απασχόληση γεωργούς.
6. Τέλος, βασικός ισχυρισμός που προβάλλεται εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι και ότι από το ποσό βάσης στην περίπτωση του αλληλοχρέου (δηλ. από το ποσό της τελευταίας εκταμίευσης), αφού πολλαπλασιαστεί επί τον ορθό συντελεστή (2 ή 3), δεν αφαιρούνται τα καταβληθέντα ποσά από την αρχή λειτουργίας της πιστωτικής σύμβασης αλλά τα ποσά που κατεβλήθησαν από τον χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης και μετά. Για παράδειγμα, η υπ’ αριθμ. 223/2022 απόφαση του Εφετείου Πειραιά δέχτηκε ότι από το ποσό βάσης αφαιρείται κάθε καταβολή που έλαβε χώρα προς το πιστωτικό ίδρυμα από την έναρξη λειτουργίας της σύμβασης και μετά (ομοίως είχαν αποφανθεί και οι υπ’ αριθμ. 1 και 2/2018 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας).
ΕΠΟΜΕΝΩΣ, παρατηρούμε ότι μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια, τη νομολογία μας συνεχίζει να απασχολεί το ζήτημα
των «πανωτοκίων». Τούτο μάλιστα θα λάβει εκ νέου σοβαρές διαστάσεις μετά και τη ραγδαία αύξηση του επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ και του Euribor, που λειτουργούν ως επιτοκιακοί δείκτες αναφοράς στις συμφωνίες δανείου με ρήτρες κυμαινόμενου επιτοκίου. Ήδη η αύξηση των επιτοκίων διογκώνει τις οφειλές των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση και είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι δανειολήπτες τα δικαιώματα που τους απονέμει ο νόμος, καθότι, όπως γίνεται αντιληπτό από τις παραπάνω αποφάσεις, αρκετές φορές η λύση δίνεται εντός των δικαστικών αιθουσών.