Skip to main content

Δάνεια, πλειστηριασμοί και παρεπόμενα

Χρεοκοπίες, αθετήσεις, κανόνια, σκελετοί στους υπολογιστές των τραπεζών και καταγεγραμμένα κόκκινα δάνεια από τις εποπτικές τους αρχές υπήρχαν πάντα, όπως και θα συνεχίσουν να υπάρχουν.

Τoυ Χαράλαμπου Γκότση, καθηγητή Οικονομικών, τ. προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Ο ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΣ δανεισμός αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στη λειτουργία του οικονομικού μας συστήματος. Οι τράπεζες συλλέγουν κατ’ αποκλειστικότητα τις καταθέσεις του κοινού και
τις επαναφέρουν, με μια σχετική μόχλευση, υπό τη μορφή δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, στο οικονομικό κύκλωμα. Για τις καταθέσεις πληρώνουν τόκο, ενώ για τα δάνεια απαιτούν επίσης ένα επιτόκιο, το οποίο να καλύπτει το επιτόκιο καταθέσεων, τα λειτουργικά τους έξοδα, καθώς και ένα εύλογο ποσοστό κέρδους, ώστε να αποζημιώνονται οι μέτοχοι που ρισκάρουν τα χρήματά τους για να ιδρυθεί η τράπεζα. Κάθε συναλλαγή στην ουσία έχει τον χαρακτήρα ενός συμβολαίου, το οποίο για να λειτουργεί το σύστημα ομαλά θα πρέπει να τηρείται αυστηρά από όλους. Η τράπεζα να επιστρέφει τις καταθέσεις στην ώρα τους και με τόκο, ενώ οι δανειστές να πληρώνουν κανονικά τα χρεολύσια, τα οποία έχουν συμφωνηθεί. Σε περίπτωση που παραβιαστεί αυτή η συνθήκη, το τραπεζικό σύστημα δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει την αποστολή του τροφοδοτώντας την πραγματική οικονομία με ρευστότητα και η αναπτυξιακή διαδικασία διαταράσσεται. Αυτός είναι ο κόσμος της οικονομικής θεωρίας. Η πραγματικότητα όμως, όπως και η ζωή δεν λειτουργούν πάντα υποδειγματικά. Μπορεί,
στον χρόνο της ανάληψης ενός δανείου, ο δανειολήπτης να είχε τις καλύτερες προθέσεις σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτησή του, υπάρχουν όμως κίνδυνοι και γεγονότα τα οποία είναι
αδύνατον να προβλέψει κανείς τη στιγμή που υπογράφει μια δανειακή σύμβαση. Το σημαντικότερο στοιχείο αυτής της σύμβασης για τη διασφάλιση των συμφωνηθέντων είναι η υποθήκευση ενός ακινήτου που παρέχει τη δυνατότητα στον δανειστή να εκποιήσει το ακίνητο μέσω πλειστηριασμού για να εισπράξει την οφειλή. Και εδώ ακριβώς αναδύεται το πρόβλημα
που προέκυψε με τα δάνεια τα τελευταία χρόνια, το οποίο έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις.

ΧΡΕΟΚΟΠΙΕΣ, αθετήσεις, κανόνια, σκελετοί στους υπολογιστές των τραπεζών και καταγεγραμμένα κόκκινα δάνεια από τις εποπτικές τους αρχές υπήρχαν πάντα, όπως και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Όταν αυτά είναι περιορισμένα (2%-4% της δανειακής τους έκθεσης) τακτοποιούνται από τις τράπεζες εύκολα με κάποιες προβλέψεις. Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν έρχεται ένα τσουνάμι όπως εκείνο της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας 2008-2018, το οποίο σάρωσε προϋπολογισμούς επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της εθνικής οικονομικής δραστηριότητας κατά 25%. Αναπόφευκτο ήταν να κοκκινίσουν και τα βιβλία των τραπεζών, να φουσκώσει το ενεργητικό τους από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να μειώνεται επικίνδυνα κάθε τόσο η κεφαλαιακή τους βάση, να λαμβάνουν υποστήριξη από το κράτος για να σταθούν όρθιες και σωστά, διότι αν κατέρρεε το
τραπεζικό σύστημα θα βούλιαζε όλη η χώρα. Και ενώ το 2008 τα μη εξυπηρετούμενα ανέρχονταν στα 14,6 δισ. ευρώ, στην κορύφωσή τους το 2015 κατέληξαν στα 104 δισ. Η πολιτεία έδρασε γρήγορα και σωστά τον Ιούλιο του 2010 ψηφίζοντας το νόμο 3869, τον
επονομαζόμενο και νόμο Κατσέλη, ο οποίος ρύθμιζε τις οφειλές των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Με εξαίρεση τις εμπορικές συναλλαγές, στόχος του νόμου ήταν να εξασφαλιστεί για όλες τις υποχρεώσεις του δανειολήπτη μια χαμηλή δόση, την οποία θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει. Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, αυτό επιτυγχάνετο με τη μείωση του επιτοκίου, την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, καθώς και με την κατά περίπτωση μερική διαγραφή των χρεών. Για την πρώτη κατοικία του δανειολήπτη προβλεπόταν η εξαίρεσή της από κάθε διαδικασία ρευστοποίησης.

ΠΑΡΑ τις όποιες αδυναμίες του νόμου, που φανερώθηκαν στην πορεία, οι ρυθμίσεις αυτές έλυσαν κατ’ αρχήν το πρόβλημα των δανειοληπτών, όχι όμως και των τραπεζών. Τα κόκκινα δάνεια συνέχιζαν για πολλά χρόνια να πιέζουν το ενεργητικό τους, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να αυξήσουν ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομίας τον νέο δανεισμό. Με αλλεπάλληλες νομοθετικές διαφοροποιήσεις από τον ν. Κατσέλη, δημιουργήθηκαν νέα εργαλεία για το σύνολο των υποχρεώσεων, εξακολούθησε όμως να υφίσταται μια σχετική προστασία της α’ κατοικίας μέχρι τον Ιούνιο του 2020.

ΜΕ ΤΗΝ ΨΗΦΙΣΗ και εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής» του νόμου 4649/19 και στη συνέχεια του νέου πτωχευτικού νόμου, τον Οκτώβριο του 2020, μετατοπίστηκε το μεγαλύτερο τμήμα του χρέους των 102 δισ. από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε ιδιωτικά funds, τα οποία αγόρασαν μέσω τιτλοποιήσεων κόκκινα δάνεια αξίας 87 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες κράτησαν για λογαριασμό τους το πακέτο δανείων χαμηλού ρίσκου, για το οποίο προβλέπονται εγγυήσεις του Δημοσίου ύψους 18,7 δισ. ευρώ. Τα υπόλοιπα, μεσαίου και υψηλού ρίσκου, πωλήθηκαν στα funds και στις διαχειριστικές εταιρείες (servicers), που εσχάτως μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου απέκτησαν και τη δυνατότητα διενέργειας πλειστηριασμών προς είσπραξη
των απαιτήσεων. Για να μην οδηγηθεί ο οφειλέτης στον πλειστηριασμό θα πρέπει να ακολουθήσει τον δρόμο του εξωδικαστικού συμβιβασμού με την τράπεζα ή τη διαχειρίστρια εταιρεία.

ΤΑ ΜΕΧΡΙ τώρα αποτελέσματα του μηχανισμού είναι πενιχρά, μακράν δε των προσδοκιών που ακολούθησαν την ψήφιση του σχετικού νόμου και κυρίως του νέου πτωχευτικού νόμου, ο οποίος αφήνει έκθετα το σύνολο των 700.000 προσημειωμένων περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ αυτών και πρώτων κατοικιών. Τελικά τα κόκκινα δάνεια μπορεί να μειώθηκαν στα προ χρηματοπιστωτικής κρίσης επίπεδα (14,7 δισ.) από το ενεργητικό των τραπεζών, δεν εξαφανίσθηκαν όμως, όπως βιάστηκαν πολλοί να πανηγυρίσουν. Είναι εδώ και αποτελούν μια σημαντική απειλή για την κοινωνία μας. Υπάρχει συνεπώς πρόβλημα με την απελευθέρωση των πλειστηριασμών, όταν μάλιστα η πολιτεία δεν κατάφερε ακόμη να λειτουργήσει τους νέους
μηχανισμούς προστασίας που θέσπισε, δηλαδή τον Φορέα Διαχείρισης και την Ηλεκτρονική Πλατφόρμα.

ΧΩΡΙΣ αμφιβολία, η αντιμετώπιση του προβλήματος από πολλές κυβερνήσεις και με διαφορετικές προσεγγίσεις έδειξε ότι πρόκειται για έναν «γόρδιο δεσμό», αφού στο τέλος θα πρέπει ταυτόχρονα να απαλλαγούν οι τράπεζες σε μόνιμη βάση από τα μη εξυπηρετούμενα, το κράτος να μην κληθεί να εξοφλήσει τις καταπτώσεις των εγγυήσεων και να προσμετρηθούν στο δημόσιο χρέος, ενώ οι ευάλωτοι δανειολήπτες να μη χάσουν τα σπίτια τους, οι αγρότες τα κτήματά τους και οι υγιείς μικρομεσαίοι τις επιχειρήσεις τους. Αυτή η διαδικασία απαιτεί χρόνο για να ολοκληρωθεί, ευαισθησία στους χειρισμούς και κυρίως τη διαμόρφωση ενός κλίματος συναίνεσης και συνεργασίας θεσμών και κοινωνικού συνόλου.