Γιώργος Κουτρουμάνης
Πρώην υπουργός Εργασίας
Μετά τις πολλές παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο ασφαλιστικό από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, το 2009, μέχρι σήμερα, έχει δημιουργηθεί ένα εντελώς νέο τοπίο στον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης.
Κύρια χαρακτηριστικά είναι η μεγάλη μείωση των συντάξεων και η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων χορήγησής τους μέσα από την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Παράλληλα έχουμε νέες στρεβλώσεις και αδικίες. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τους χαμηλούς συντελεστές αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης, με αποτέλεσμα να θίγονται περισσότερο οι εργαζόμενοι με πολλά χρόνια ασφάλισης και υψηλές εισφορές. Από την άλλη πλευρά, μετά την κατάργηση των κατώτατων ορίων συντάξεων και του ΕΚΑΣ, το 2016, έχουμε συνταξιούχους που λαμβάνουν κύρια σύνταξη μικρότερη και από εκείνη των ανασφαλίστων, κάτω δηλαδή από τα 360 ευρώ.
Απαιτούνται επομένως διορθώσεις και αντιμετώπιση των αδικιών. Την ίδια στιγμή όμως και ταυτόχρονα με την άρση των αδικιών επιβάλλεται να δούμε την εξέλιξη του ασφαλιστικού σε βάθος χρόνου. Αυτό επιβάλλεται γιατί η ενίσχυση του ασφαλιστικού συστήματος είναι αναγκαία και απαιτεί συνεχή προσπάθεια.
Σήμερα, παρά τη μεγάλη μείωση των συντάξεων, ο ΕΦΚΑ θα πρέπει να χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό με ένα ποσό σε ετήσια βάση που ανέρχεται στα 15,8 δισ. ευρώ. Με δεδομένο ότι για τις κύριες μόνο συντάξεις η ετήσια δαπάνη ανέρχεται στα 27,5 δισ. ευρώ, αυτό σημαίνει ότι το Δημόσιο συμμετέχει στη χρηματοδότηση με ποσοστό σχεδόν 57,5%.
Από την άλλη πλευρά η αύξηση των ορίων ηλικίας, και μάλιστα με βίαιο τρόπο σε πολλές περιπτώσεις, είχε ως αποτέλεσμα μια προσωρινή ανακοπή του ρυθμού πρόωρης συνταξιοδότησης. Ωστόσο, ο αριθμός των αιτήσεων συνταξιοδότησης τα τελευταία χρόνια κινείται σταθερά πάνω από τις 200.000 ανά έτος.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, παρά τις επώδυνες αλλαγές, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε πως το ασφαλιστικό μπήκε στον «αυτόματο πιλότο». Απαιτείται συνεχής παρακολούθηση και μέτρα ενίσχυσης του συστήματος και βελτίωσης των παροχών του.
Ένα μέτρο θα μπορούσε και επιβάλλεται να είναι η ενίσχυση της ανταποδοτικότητας του συστήματος, με στόχο την ενίσχυση του κινήτρου ασφάλισης.
Ένα δεύτερο μέτρο θα μπορούσε και επιβάλλεται να είναι η χρηματοδότηση των Ταμείων από το λεγόμενο Υπερταμείο και ιδιαίτερα από τους πόρους εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της χώρας και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.
Ένα τρίτο μέτρο που θα πρέπει σοβαρά να εξεταστεί είναι η ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα της ασφάλισης μέσα από τη σύσταση και λειτουργία των επαγγελματικών ταμείων, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, κεντρικό θέμα για το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος είναι οι δημογραφικές εξελίξεις.
Σήμερα έχουμε 4.200.000 εργαζόμενους και ελεύθερους επαγγελματίες και την ίδια στιγμή οι συνταξιούχοι ανέρχονται στα 2.476.000. Έχουμε λοιπόν μια σχέση προβληματική, αφού σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούν μόλις 1,7 εργαζόμενοι. Μια σχέση που θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 1 προς 3 σε ένα σύστημα διανεμητικό, όπως είναι αυτό που εφαρμόζεται στη χώρα μας.
Οι πολιτικές για την επίλυση του δημογραφικού μας προβλήματος, με βάση και τη διεθνή εμπειρία, δεν αποδίδουν άμεσα.
Απαιτείται σχεδιασμός σε μεσο-μακροχρόνιο ορίζοντα, ο οποίος όμως πρέπει να ξεκινήσει άμεσα, με τους νέους και τις ανάγκες τους να είναι στον κεντρικό πυρήνα των μέτρων.
Είναι προφανές ότι η επίλυση του δημογραφικού προβλήματος αποτελεί εθνική αναγκαιότητα και πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα, αφού δεν αφορά μόνο τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά τη βιωσιμότητα της χώρας μας