Γιάννης Α. Μυλόπουλος
Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής & πρώην πρύτανης ΑΠΘ
Οι κρίσεις των τελευταίων χρόνων άλλαξαν τον κόσμο. Κυρίως γιατί η ανάγκη για προσαρμογή στις νέες δυσχερείς συνθήκες αμφισβήτησε τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης της οικονομίας, βάζοντας ένα τέλος στην ιδεοληψία της αυτορρύθμισης των αγορών και των ιδιωτικοποιήσεων κάθε δημόσιας δομής και αγαθού.
Η υγειονομική κρίση υποχρέωσε ακόμη και τις πιο σκληρά νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις να εγκαταλείψουν τις ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα της υγείας και να επιστρέψουν στο κοινωνικό κράτος, ενισχύοντας γενναία τα δημόσια συστήματα υγείας τους. Τα οποία ήταν αυτά που σήκωσαν το μεγάλο βάρος της επιτυχούς αντιμετώπισης της πανδημίας.
Μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις, που όμως επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ήταν η περίπτωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η οποία αρνούμενη, με διάφορες αστήρικτες και όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων και αποτυχημένες δικαιολογίες να ενισχύσει το ΕΣΥ, το οποίο προόριζε να ιδιωτικοποιήσει αργότερα, έκανε την Ελλάδα πρωταγωνιστή στους θανάτους, σε σχέση με τον πληθυσμό της, στην Ευρώπη.
Αντίστοιχα φαινόμενα επιστροφής στον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους εμφανίζονται και σήμερα στην Ευρώπη, στην προσπάθεια διαχείρισης της ενεργειακής κρίσης με θετικό κοινωνικό αποτύπωμα.
Ακόμη και οι πιο σκληροί νεοφιλελεύθεροι, όπως ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις των καιρών και εγκατέλειψαν την εμμονή στην αυτορρύθμιση των αγορών, παίρνοντας μέτρα ρύθμισης, όπως το πλαφόν στις ανατιμήσεις ρεύματος και βενζίνης, η μείωση των έμμεσων φόρων στα καύσιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης, η φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων και η προσαρμογή των εθνικών χρηματιστηρίων ενέργειας στις απαιτήσεις της ενεργειακής κρίσης, με την ενίσχυση του εκτός χρηματιστηρίων ανταγωνισμού.
Και, τέλος, επανακρατικοποίησαν τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ηλεκτρισμού τους προκειμένου να ελέγξουν την κερδοσκοπία και την αισχροκέρδεια στις ενεργειακές αγορές και να περιορίσουν σημαντικά τις ανατιμήσεις.
Πρωταγωνιστής ακρίβειας
Χαρακτηριστική εξαίρεση και εδώ η ελληνική κυβέρνηση, που, επιμένοντας στην αυτορρύθμιση των αγορών ακόμη και σε συνθήκες κρίσης και μένοντας στις εκ των υστέρων επιδοτήσεις των καταναλωτών, δεν έλαβε κανένα από τα επιτυχή μέτρα ρύθμισης των αγορών που έλαβαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Επέτρεψε έτσι στους κερδοσκόπους και στα ολιγοπώλια να καθορίζουν εκείνοι τις ανατιμήσεις σε ηλεκτρικό ρεύμα και σε καύσιμα, αισχροκερδώντας σε βάρος των πολιτών.
Αποτέλεσμα αυτής της εμμονής είναι η Ελλάδα να γίνει, σύμφωνα με τα διεθνή στοιχεία, πρωταγωνιστής στην ακρίβεια στην Ευρώπη.
Μόνιμο επιχείρημα των νεοφιλελεύθερων είναι ότι κάθε κριτική απέναντι στην ιδεοληψία της αυτορρύθμισης των αγορών και των συνεχών ιδιωτικοποιήσεων συνιστά λαϊκισμό.
Μία αντίληψη για την Οικονομία που αποδομήθηκε κατά την υγειονομική και την ενεργειακή κρίση, έχοντας εν τω μεταξύ όμως προκαλέσει τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Η αναγκαστική στροφή των Ευρωπαίων στις κρατικές ρυθμίσεις και στην επένδυση στο κοινωνικό κράτος δεν προκάλεσε, όπως σήμερα προκύπτει, μόνο κόστος και ζημιά στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Το παράδειγμα της Ισπανίας
Η ισπανική κυβέρνηση είναι το πρώτο παράδειγμα ευρωπαϊκής κυβέρνησης που, παρά την κοινωνική πολιτική που εφάρμοσε, με τις κρατικές παρεμβάσεις στις τιμές των τροφίμων, των ενοικίων και της ενέργειας, με τον μηδενισμό του ΦΠΑ στα τρόφιμα, με τις δωρεάν μετακινήσεις και με τις έκτακτες εισφορές αλληλεγγύης που παρείχε σε επιχειρήσεις και σε τράπεζες, κατάφερε και προκάλεσε το 2022 αύξηση του ΑΕΠ πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στο ύψος ρεκόρ του 5,5%.
Συγχρόνως, η ισπανική οικονομία πέτυχε με αυτά τα μέτρα τον άθλο της συγκράτησης του πληθωρισμού σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα του μέσου ευρωπαϊκού πληθωρισμού.
Αύξηση υπερκερδών
Η ελληνική κυβέρνηση επαίρεται ότι και αυτή έφερε μεγέθυνση του ΑΕΠ εν μέσω κρίσης. Αυτό που αποκρύπτει όμως είναι ότι αυτή η μεγέθυνση δεν συνιστά Ανάπτυξη, καθώς αντιστοιχεί μονόδρομα στην αύξηση των υπερκερδών των λίγων και μεγάλων επιχειρήσεων που κερδοσκόπησαν σε βάρος εκατομμυρίων καταναλωτών. Η μεγέθυνση δηλαδή του ΑΕΠ στη δική μας περίπτωση δεν διαχύθηκε στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στους εμπόρους, στους επαγγελματίες και στους εργαζόμενους και δεν συνέβη με ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, όπως στην περίπτωση της Ισπανίας.
Η Eurostat άλλωστε διαβεβαιώνει ότι η Ελλάδα -μαζί με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Πολωνία- είναι σήμερα ουραγός στη φτώχεια και στον κοινωνικό αποκλεισμό στην Ευρώπη.
Το παράδειγμα της Ισπανίας, όπως και η διαχείριση της ενεργειακής κρίσης με θετικό κοινωνικό αποτύπωμα σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, με τον περιορισμό της ακρίβειας και του πληθωρισμού και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, δείχνουν ότι υπάρχει κι «άλλος» δρόμος για την Ανάπτυξη.
Για μία ανάπτυξη δηλαδή που δεν θα παράγει ανισότητες, γιατί δεν θα απευθύνεται μονόδρομα στον πλουτισμό των λίγων, αλλά θα στηρίζεται στις ίσες ευκαιρίες και στην κοινωνική φροντίδα των πολλών, που αποτελούν και την παραγωγική μηχανή της πραγματικής οικονομίας.
Η ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη, που οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι αποκαλούν «λαϊκισμό», είναι ένα ρεαλιστικό και απολύτως εφικτό μοντέλο, που φέρνει θετικά αποτελέσματα όπου εφαρμόζεται.