Της Τατιάνας Ψαριανού
Αντιπρόεδρος της εταιρείας Γραφείο Ψαριανού Α.Ε., Ελεγκτές – Σύμβουλοι Επιχειρήσεων
Η περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας έκδοσης τιμολογίου πώλησης για το σύνολο ή μέρος της συναλλαγής από οντότητα προς άλλη οντότητα είναι υπαρκτή, λόγω των συνθηκών της αγοράς.
Θεωρούμε ότι θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε στο κεφάλαιο αυτό, αφού παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, ιδίως μεταξύ των επιχειρήσεων που διενεργούν συναλλαγές μεγάλου ύψους, όπως αυτές που αφορούν κατασκευές έργων. Κι αυτό γιατί μπορεί να επηρεαστεί δυσανάλογα και καθοριστικά το οικονομικό αποτέλεσμα μιας διαχειριστικής χρήσης, διαταράσσοντας την ομαλή λειτουργία της αγοράστριας οντότητας. Αν, π.χ., η ανάδοχος εταιρεία που αναθέτει την εκτέλεση μέρους του έργου σε υπεργολάβο δεν λάβει το αντίστοιχο τιμολόγιο κόστους απ’ αυτόν, θα εμφανίσει πλασματικά έσοδα, τα οποία θα φορολογηθούν αναίτια.
Και ένα άλλο θέμα που ανακύπτει είναι αν και με ποιον τρόπο θα μπορεί η ανάδοχος εταιρεία να πληρώσει τους προμηθευτές του υπεργολάβου, λόγω αδυναμίας του, συμψηφίζοντας τα ποσά αυτά με τις απαιτήσεις του προς αυτή.
Σύμφωνα με την παρ. 10, του άρθρου 8, των ΕΛΠ (Ν. 4308/14), «οι οντότητες που υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, όταν συναλλάσσονται ως αγοραστές με πρόσωπα μη υπόχρεα στην έκδοση τιμολογίου, εκδίδουν σχετικό παραστατικό προς τεκμηρίωση και αναγνώριση της συναλλαγής. Το παραστατικό αυτό αναφέρει: α) Την ημερομηνία έκδοσης. β) Την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου του αντισυμβαλλόμενου. γ) Την ποσότητα και το είδος των παραδιδόμενων αγαθών ή την έκταση και το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών. δ) Την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε ή ολοκληρώθηκε η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών. ε) Την αξία μονάδας αγαθού ή υπηρεσίας, κατά περίπτωση, και το συνολικό ποσό της συναλλαγής. στ) Το είδος και το ποσό τυχόν φορολογικών επιβαρύνσεων».
Στην παράγραφο 10, της ΠΟΛ. 1003/14, διευκρινίζεται ότι «δεν εισάγεται ειδική ονομασία για το σχετικό παραστατικό, το οποίο δύναται να είναι ενδεικτικά κάθε έγγραφη συμφωνία (συμφωνητικό), υπεύθυνη δήλωση, τιμολόγιο (αγοράς), “τίτλος κτήσης”, απόδειξη δαπάνης, αρκεί να περιλαμβάνει όλα τα κατά τα ανωτέρω προαπαιτούμενα δεδομένα. Το σχετικό παραστατικό εκδίδεται στον καθοριζόμενο στο άρθρο 11 του παρόντος νόμου χρόνο έκδοσης. Σημειώνεται επίσης ότι ο αναφερόμενος όρος “έκταση” στην περίπτωση παροχής υπηρεσίας, μαζί με το σχετικό είδος, είναι προσδιοριστικοί παράγοντες της αξίας της υπηρεσίας».
Κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2, του άρθρου 11, των ΕΛΠ, «ο χρόνος έκδοσης τιμολογίου καθορίζεται ως εξής: α) Σε περίπτωση πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, τιμολόγιο εκδίδεται το αργότερο μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα της παράδοσης ή αποστολής αγαθών ή της ολοκλήρωσης της υπηρεσίας, κατά περίπτωση. β) Σε περίπτωση συνεχιζόμενης παροχής αγαθών, υπηρεσίας ή κατασκευής έργου, το τιμολόγιο εκδίδεται μέχρι τη 15η ημέρα του επόμενου μήνα από την περίοδο στην οποία μέρος της σχετικής αμοιβής καθίσταται απαιτητό για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί ή το μέρος του έργου που έχει ολοκληρωθεί».
Βάσει της παρ. 11, του άρθρου 8, του Ν. 4308/14, «οι οντότητες που υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου όταν συναλλάσσονται ως αγοραστές με οντότητα που επίσης υπόκεινται σε αυτόν τον νόμο και η οποία για οποιονδήποτε λόγο δεν εκδίδει τιμολόγιο πώλησης, υπόκεινται στην υποχρέωση της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου».
Επίσης, στην ΠΟΛ. 1003/14, σημειώνεται ότι «η λύση της παραγράφου 10 ακολουθείται και στην περίπτωση που η οντότητα συναλλάσσεται ως αγοραστής με άλλη υποκείμενη στον παρόντα νόμο οντότητα, η οποία για οποιονδήποτε λόγο δεν εκδίδει τιμολόγιο πώλησης, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης άρνησης έκδοσης τιμολογίου για το σύνολο ή μέρος της συναλλαγής».
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συμπεραίνουμε ότι η αγοράστρια εταιρεία υποχρεούται -εφόσον ο πωλητής αρνείται ή αδυνατεί να εκδώσει παραστατικό για τις υπηρεσίες που έχει παράσχει ή για τα αγαθά που έχει παραδώσει- να εκδώσει η ίδια σχετικό παραστατικό, με την αξία του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών ή των πωλούμενων αγαθών, χωρίς ΦΠΑ και χωρίς Χαρτόσημο. Το στοιχείο αυτό, το οποίο αναγνωρίζεται φορολογικά, οφείλει να το κοινοποιήσει και στο ελληνικό Δημόσιο.
Είναι πολύ σημαντικό η αγοράστρια εταιρεία να μπορεί να τεκμηριώσει το γεγονός ότι υπήρχε άρνηση ή αδυναμία του αντισυμβαλλόμενού της να εκδώσει τιμολόγιο πώλησης.
Στην ΠΟΛ. 1055/2016, αναφέρεται: «Με τις διατάξεις του άρθρου 23 του Ν. 4172/2013, με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά οι μη εκπιπτόμενες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν εκπίπτει κάθε είδους δαπάνη που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής».
Επιπρόσθετα, στην ίδια ΠΟΛ. διευκρινίστηκε ότι «ο νόμος απαιτεί η εξόφληση να γίνεται με τραπεζικό μέσο πληρωμής, προκειμένου να αποδεικνύεται η ύπαρξη και η πραγματοποίηση της συναλλαγής, χωρίς να κάνει διάκριση ως όπως το πρόσωπο του καταβάλλοντος, ούτε να θέτει ως προϋπόθεση όπως το πρόσωπο στο οποίο ανήκει ο λογαριασμός μέσω του οποίου εξοφλούνται οι σχετικές δαπάνες να είναι και αυτό που είχε τη σχετική απαίτηση από τον καταβάλλοντα (άμεσα αντισυμβαλλόμενος)».
Επίσης, ορίζεται ότι «σε περίπτωση που […] η εξόφληση γίνεται, κατ’ εντολή της επιχείρησης, από τρίτο, πελάτη της, προς απόσβεση δικής του υποχρέωσης από αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών από την επιχείρηση, η σχετική δαπάνη αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα του τρίτου με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις και εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται για την εκπεσιμότητα των δαπανών με τις διατάξεις του Ν. 4172/2013, παρόλο που ο τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο κατατέθηκαν τα μετρητά ή μεταφέρθηκαν τα σχετικά εμβάσματα δεν ανήκει σε πρόσωπο έναντι του οποίου υφίστατο και η σχετική υποχρέωση».
Συνεπώς, και στην περίπτωση που η αγοράστρια εταιρεία αποφασίσει να εξοφλήσει προμηθευτές του πωλητή, έναντι της οφειλής που έχει προς αυτή, θα πρέπει να μπορεί να στοιχειοθετήσει αυτή την ενέργειά της.
Σημειώνουμε ότι για να είναι απολύτως σύννομη η διαδικασία και να μην αμφισβητηθεί η εκπεσιμότητα των δαπανών αυτών, θα πρέπει να προϋπάρχει εντολή της πωλήτριας εταιρείας, που να αναφέρει ότι αντί να κατατεθούν ποσά σε δικούς της λογαριασμούς, να κατατεθούν σε λογαριασμούς των προμηθευτών της.