Τoυ Γιώργου Σωτηρόπουλου
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, LLM Εμπορικού- Τραπεζικού Δικαίου Πανεπιστημίου Fordham Νέας Υόρκης – ΗΠΑ
Κατά το διάστημα 2012 έως 2020 και έχοντας εκδικάσει πλείστες όσες αιτήσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών, Ν.3869/2010, σχεδόν πάντα, όσοι δικηγόροι εκπροσωπούσαμε δανειολήπτες, ακούγαμε και διαβάζαμε με έκπληξη από τους συναδέλφους των τραπεζών την «ένσταση του δόλου». Σύμφωνα με την ένσταση αυτή, ο οφειλέτης ήταν δόλιος, κατά το χρόνο λήψης του δανείου, επειδή γνώριζε και αποδεχόταν ότι δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στην τράπεζα.
Φυσικά, μια τέτοια ένσταση άφηνε το υπονοούμενο απέναντι σε όλους τους οφειλέτες, ανεξαιρέτως, ότι αυτοί ήταν δόλιοι και εξαπάτησαν την τράπεζα, προκειμένου να λάβουν δάνειο. Το ότι, βέβαια, ένα τέτοιο δάνειο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ήταν στεγαστικό, με σκοπό την αγορά πρώτης κατοικίας ή ότι οι τράπεζες επιθετικά ενεργώντας, χωρίς τον απαραίτητο πιστοληπτικό έλεγχο, παρείχαν στον αντισυμβαλλόμενό τους το δάνειο, είναι απλώς λεπτομέρεια, που εσκεμμένα αποσιωπήθηκε.
Ωστόσο, υπάρχουν αποφάσεις του Αρείου Πάγου οι οποίες επεξηγούν την έννοια του κακόπιστου οφειλέτη και θέτουν μία τετράκτινη προϋπόθεση, προκειμένου να αποδειχθεί εάν ή όχι ο οφειλέτης ήταν κακόπιστος και άρα εξαπάτησε την τράπεζα.
Να πούμε εξαρχής ότι ο δόλος, ως έννοια, ανήκει στο ποινικό δίκαιο και δεν ορίζεται στο αστικό. Ωστόσο, τόσο από αποφάσεις των δικαστηρίων αλλά και προτροπές της νομικής θεωρίας, γίνεται παγίως, πλέον, δεκτό ότι η έννοια του δόλου, όπως περιγράφεται στο ποινικό δίκαιο, 27 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, καλύπτει και τις περιπτώσεις του αστικού δικαίου.
Έτσι, λοιπόν, δόλιος είναι:
«(…)όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξεως. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται».
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου, 65, 153, 286 του 2017, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.
Με λίγα λόγια, λοιπόν, πρόκειται για έναν εξαρχής κακόπιστο οφειλέτη, που στο μυαλό του κυριαρχεί η ανάληψη των χρημάτων, με σκοπό να αποκτήσει υλικά αγαθά, χωρίς ωστόσο να έχει τη δυνατότητα να αποπληρώσει.
Στον αντίποδα, με τις ίδιες ως άνω αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όποιος προτείνει την ένσταση δολιότητας θα πρέπει και να την αποδεικνύει, κατά το άρθρο 262 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.
Σύμφωνα, επιπλέον, με την απόφαση 59/2021 του Α.Π (Δ’ Τμήμα) ο πιστωτής, τράπεζα, θα πρέπει να αποδείξει τα εξής:
α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών,
β) τον χρόνο που τα συμφώνησε,
γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού, κατά τον χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και
δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
Προκύπτει, συμπερασματικά, ότι ο οφειλέτης μπορεί να είναι δόλιος ή καλόπιστος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, καλείται ο δανειστής-τράπεζα να αποδείξει την ένσταση δολιότητας που επικαλείται. Διαφορετικά, αυτή είναι απορριπτέα ως μη αποδείξιμη.