Του Δημήτρη Σπυράκου, γραμματέα του Τομέα Ιδιωτικού Χρέους και Προστασίας Δανειοληπτών του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ
ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ αυξήσεις των διατραπεζικών επιτοκίων και αυτών της ΕΚΤ οδηγούν τις τράπεζες σε αντίστοιχες αυξήσεις των επιτοκίων των δανείων.
Οι δανειολήπτες καλούνται να καλύψουν με το εισόδημά τους, δίχως αυτό να αυξάνεται, τις μεγάλες εξαιτίας του πληθωρισμού αυξήσεις στις βασικές καθημερινές τους δαπάνες και, συγχρόνως, σημαντικά υψηλότερες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Οι αντοχές των οικογενειακών προϋπολογισμών μοιραία δοκιμάζονται.
ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ προβαίνουν στην αύξηση των επιτοκίων, κάνοντας χρήση των ρητρών αναπροσαρμογής στις δανειακές συμβάσεις, ώστε να διατηρήσουν άθικτα τα συμφωνηθέντα περιθώρια κέρδους τους. Αντιλαμβανόμενες όμως και την εύλογη αντίδραση που προκαλούν οι μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων σε μία τέτοια συγκυρία, δεν παραλείπουν να εμφανίζουν αυτές
και ως επιβεβλημένες με βάση τις εποπτικές απαιτήσεις.
ΩΣΤΟΣΟ, διευρύνοντας το βλέμμα, προβάλλει μία διαφορετική πραγματικότητα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι χορηγήσεις των τραπεζών δεν παύουν, κατά ένα σημαντικό μέρος, να τροφοδοτούνται από τις καταθέσεις, οι οποίες μάλιστα συνεχώς αυξάνονται, η μη -αντίστοιχη- αναπροσαρμογή των επιτοκίων καταθέσεων επιβεβαιώνει την κριτική: Οι τράπεζες εκμεταλλεύονται τη συγκυρία μεταβολής του κόστους του χρήματος, με σκοπό και ουσιαστικό αποτέλεσμα όχι τη συγκράτηση αλλά τη μεγέθυνση των περιθωρίων κέρδους τους.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ είναι μόνο παράδοξο οι τράπεζες να αποκηρύσσουν τον κίνδυνο επισφάλειας ανεβάζοντας τα επιτόκια πάνω από τις δυνατότητες δανειοληπτών και, συγχρόνως, να ενισχύουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις συνθήκες που τον παράγουν. Το ζητούμενο, στην κρίσιμη συγκυρία, είναι αντίθετα να διαφυλάξουν την αξία των απαιτήσεών τους. Αυτό που το διασφαλίζει είναι η υπεύθυνη συμπεριφορά στο πλαίσιο των σχέσεών τους με τους δανειολήπτες.
ΕΝΑ ΑΛΛΟ κρίσιμο για το θέμα γεγονός είναι ότι οι τράπεζες δεν αντιμετώπισαν, στο παρελθόν πολλών εκκρεμών συμβάσεων, το ζήτημα της αναπροσαρμογής των επιτοκίων με την ίδια
ευαισθησία όταν το κόστος του χρήματος ακολουθούσε καθοδική πορεία. Σε πολλές συμβάσεις καταναλωτικής και επιχειρηματικής πίστης, αλλά και ενός αξιόλογου ποσοστού στεγαστικών δανείων, οι τράπεζες κρατούν στη διακριτική τους ευχέρεια αν τελικά θα αποδίδουν τη μείωση στους δανειολήπτες. Αρκετοί από τους τελευταίους δεν βίωσαν έτσι ποτέ, μερικά ή ολικά, τα οφέλη των χαμηλών επιτοκίων. Το έρεισμα, δε, για μία τέτοια πρακτική παρείχε μια αμφιλεγόμενη για τη νομιμότητά της πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος (η ΕΤΠΘ 178/2004).
ΜΕ ΒΑΣΗ τα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει ήδη ορισμένες αρχές στην αντιμετώπιση της «ακρίβειας των επιτοκίων»:
Πρώτον, είναι αδικαιολόγητο να επιβάλλονται, εξαιτίας της μεταβολής των διατραπεζικών επιτοκίων, αυξήσεις σε δανειολήπτες που στο παρελθόν δεν τους αποδόθηκε η μείωση επιτοκίου που δικαιούνταν. Πέρα από το ζήτημα της αποκατάστασης αδικιών, το ελάχιστο που θα πρέπει να διασφαλιστεί, ιδίως στην παρούσα κρίσιμη συγκυρία, είναι ότι κανείς δανειολήπτης δεν θα πληρώνει δόσεις με υψηλότερο επιτόκιο από αυτό που του αναλογεί με βάση τη μεταβολή του κόστους του χρήματος από τότε που έλαβε το δάνειο.
Δεύτερον, είναι επιτακτική ανάγκη, εν όψει και της αστάθειας που διαγράφεται, να εδραιωθεί ένα καθεστώς διαφάνειας και ισορροπίας όσον αφορά τις αναπροσαρμογές των επιτοκίων. Στο πλαίσιο αυτό, και η Τράπεζα της Ελλάδος οφείλει να απαλείψει προβληματικές ρυθμίσεις. Δεν μπορεί να διατηρεί στην εποχή μας σε ισχύ διατάξεις της, και μάλιστα στο όνομα της διαφάνειας, που παρέχουν τη δυνατότητα στις τράπεζες να μην αποδίδουν μειώσεις ή να προβαίνουν σε αυξήσεις πολλαπλάσιες της μεταβολής των επιτοκίων αναφοράς.
Τρίτον, η διαφάνεια, με τη θέσπιση επιτοκίων αναφοράς στις συμβάσεις στεγαστικών/καταναλωτικών και επιχειρηματικών δανείων, υπηρετεί την προστασία του αδύναμου μέρους, του
δανειολήπτη. Σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι η τράπεζα δεν θα εκμεταλλευτεί τη δύναμή της, ώστε να του επιβάλλει μεγαλύτερες αυξήσεις. Κανείς όμως δεν εμποδίζει την τράπεζα, αν το επιθυμεί, να μην αποδώσει (μερικά ή ολικά) ή και να αναστείλει μία αύξηση των επιτοκίων αναφοράς όταν, και χωρίς αυτή, παραμένουν σημαντικά περιθώρια κέρδους.
Και, τέταρτον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το αν μία σύμβαση δανείου θα αποδειχθεί ως αποτυχημένη, δεν είναι μόνο ευθύνη του δανειολήπτη αλλά, συχνά περισσότερο, και της ίδιας
της τράπεζας. Αυτό ισχύει, ιδίως, όταν οι συνθήκες επιδεινώνονται για τους δανειολήπτες και αυτή συμπεριφέρεται κατά τρόπο που το αγνοεί. Το θεσμικό -και όχι μόνο εποπτικό- πλαίσιο
ασφαλώς και οφείλει να παράγει κατάλληλα κίνητρα: τράπεζα που δεν επιδεικνύει συμπεριφορά υπεύθυνου δανειστή πληρώνει και τις συνέπειες της αποτυχίας.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, λοιπόν, μέσα και εργαλεία που κυβέρνηση και εποπτικές αρχές διαθέτουν ώστε να επηρεάζουν, σε όφελος των πολιτών, τη γενικότερη εμπορική πολιτική των τραπεζών,
προάγοντας ανταγωνισμό, διαφάνεια, δίκαιους όρους και κανόνες υπεύθυνου δανεισμού. Η διαχείριση του προβλήματος όμως εξαντλείται, και αυτή τη φορά, στην προνομιακή μεταχείριση των τραπεζών. Η σπουδή ή η τεχνική μετατροπής του σε «θέμα εποπτείας» αποβλέπει μόνο στην περιθωριοποίηση των αναγκών των οφειλετών. Έτσι ώστε να μπορεί να εμφανίζεται τελικά ως επίτευγμα ότι οι τράπεζες, εκ του ασφαλούς, επιδοτούν τον εαυτό τους (!) με ένα ασήμαντο, άλλωστε, μέρος από τα μεγάλα κέρδη που ενθυλακώνουν εξαιτίας της αργοπορημένης,
αν ποτέ συμβεί, αντίστοιχης αναπροσαρμογής των επιτοκίων καταθέσεων.