Τoυ Ευάγγελου Μ. Σφακιανάκη
Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο ΕΚΠΑ και Portfolio Manager σε εταιρείες Asset Management
Ένα μαύρο έτος για την παγκόσμια οικονομία και την πλειονότητα των χρηματιστηριακών αγορών μόλις έκλεισε. Ο δείκτης αναφοράς της παγκοσμίως μεγαλύτερης οικονομίας (Αμερική, S&P500) απώλεσε το 20% της αξίας του, ενώ ο αντίστοιχος τεχνολογίας (Nasdaq) το 30%. Σήμερα, έπειτα απ’ όλη αυτή τη σημαντική διόρθωση στις αγορές, το ερώτημα που διχάζει τους επενδυτές είναι το κατά πόσο η παρούσα περίοδος είναι κατάλληλη για αγορές ή όχι. Η αγορά ομολόγων σε συνδυασμό με τα πρόσφατα μακροοικονομικά δεδομένα και τη μελέτη αντίστοιχων καταστάσεων του παρελθόντος είναι αρκετά για να δώσουν μια κατεύθυνση.
Η Αμερικάνικη οικονομία προβλέπεται εντός του 2023 να μπει επισήμως σε ύφεση. Ιστορικά, όταν παρατηρείται αναστροφή της καμπύλης αποδόσεων (yield curve inversion) μεταξύ του κρατικού ομολόγου 10ετούς ωρίμανσης με το αντίστοιχο τριμηνιαίας ωρίμανσης (η βραχυχρόνια ομολογία δηλαδή αποδίδει περισσότερο από τη μακροχρόνια), η επίσημη ανακοίνωση ύφεσης αναμένεται σε 340 ημέρες κατά μέσο όρο. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του περασμένου έτους, η καμπύλη αποδόσεων των αντίστοιχων αμερικανικών ομολόγων αναστράφηκε και παραμένει ανεστραμμένη μέχρι και σήμερα. Σήμερα, βέβαια, η ανεστραμμένη αυτή καμπύλη αποδόσεων τείνει να προσεγγίζει βαθμιαία τα χαμηλότερα επίπεδά της (παρατηρούμε τη μέγιστη υπεραπόδοση της βραχυχρόνιας έναντι της μακροχρόνιας ομολογίας) και αναμένεται εντός του έτους η σταδιακή εξομάλυνσή της. Ιστορικά, όμως, η αγορά υφίσταται τη μεγαλύτερη διόρθωσή της κατά την εξομάλυνση αυτής της ανωμαλίας και όχι κατά τον σχηματισμό της, δηλαδή όταν η καμπύλη αποδόσεων (spread) έχει ήδη προσεγγίσει τα χαμηλότερα επίπεδά της και βαίνει προς τα πάνω (steepening). Αναφορικά, στις αρχές του 2001 και τα τέλη του 2006 η καμπύλη αποδόσεων είχε προσεγγίσει αντίστοιχα τα χαμηλότερα επίπεδά της. Χρειάστηκαν όμως περίπου 25 μήνες από τότε για να εμφανιστεί ο «πυθμένας» της αγοράς (Μάρτιος του 2003 και Φεβρουάριος του 2009 αντίστοιχα), με τον S&P500 να έχει απολέσει σχεδόν το 50% της αξίας του στο διάστημα αυτό. Εξαίρεση αποτελεί βέβαια το 2020, όπου εμφανίστηκε ο «πυθμένας» της αγοράς πολύ πιο άμεσα λόγω του μεγάλου όγκου χρημάτων που μοιράστηκε αστραπιαία στην οικονομία, φαινόμενο βέβαια το οποίο αποκλείεται να επαναληφθεί σήμερα.
Παράλληλα, σε περιόδους στασιμοπληθωρισμού, όπου παρατηρείται υψηλός πληθωρισμός συνδυαστικά με χαμηλή ανάπτυξη, οι χρηματιστηριακοί δείκτες πολλές φορές τείνουν να παραμένουν αμετάβλητοι ακόμα και για δεκαετίες. Αναφορικά, αν αγόραζε κανείς τον Dow Jones Industrial Average (DJIA) το 1929 θα έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1954 για να βρεθεί πάλι με το αρχικό του κεφάλαιο και το ίδιο θα συνέβαινε σε κάποιον το 1966 ο οποίος θα έπρεπε να αναμένει μέχρι το 1982. Επειδή οι δείκτες έχουν αυξητική πορεία στον υπερ-μακροχρόνιο ορίζοντα, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα αυξηθούν και τα επερχόμενα έτη. Δεδομένου ότι όλοι οι οικονομικοί παράγοντες που δημιούργησαν την ανοδική αγορά (bull market) των τελευταίων 10 χρόνων, όχι μόνο έπαψαν να υπάρχουν, αλλά αναστράφηκαν (μετάβαση από ένα περιβάλλον με μηδενικά επιτόκια και ελεύθερη πρόσβαση στο χρήμα, σε ένα με υψηλά επιτόκια και σημαντικούς περιορισμούς), είναι πιθανό το ενδεχόμενο αντίστοιχα η τιμή του DJIA σε 10 χρόνια από σήμερα να μην είναι σημαντικά υψηλότερη. Παρ’ όλα αυτά, συγκεκριμένες τοποθετήσεις με βάση τη μακροοικονομική επικαιρότητα σε συνδυασμό πάντα με την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου μπορούν να αποφέρουν θετικές αποδόσεις ακόμα και υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Καταλήγοντας, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα τελευταία 100 χρόνια οι αμερικανικές μετοχές τείνουν να προσεγγίζουν τον «πυθμένα» τους κατά μέσο όρο 5 μήνες πριν από το τέλος της ύφεσης. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν έχουν προσεγγίσει τον πυθμένα της αγοράς προτού η οικονομία μπει σε ύφεση. Δεδομένου ότι το 2023 η παγκοσμίως μεγαλύτερη οικονομία (Αμερική) αναμένεται να μπει επίσημα σε ύφεση, με τα πρόσφατα μακροοικονομικά δεδομένα, αν και δείχνουν βελτίωση, να μην αφήνουν ακόμα περιθώρια στην Κεντρική Τράπεζα (Fed) να μεταβάλει αισθητά τη συσταλτική νομισματική πολιτική της, η αμυντική διαχείριση κεφαλαίων σε συνδυασμό με κατάλληλες στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου είναι αυτά που θα κάνουν τη διαφορά στο τέλος της μέρας.
Από την έντυπη έκδοση