Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου, καθηγητή Πολυτεχνικής Σχολής και πρώην πρύτανη ΑΠΘ
ΟΠΩΣ κάθε πολιτική, έτσι και η πολιτική της αυτορρύθμισης της ενεργειακής αγοράς που εφαρμόζεται εν μέσω ενεργειακής κρίσης στη χώρα μας αξιολογείται και κρίνεται εκ του
αποτελέσματος.
ΕΔΩ και δύο συνεχόμενες εβδομάδες η Ελλάδα έχει συνεχώς το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη. Με τιμές που κυμαίνονται στο διπλάσιο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Κι ακόμη, τα διεθνή στοιχεία για ολόκληρο το 2022 αναδεικνύουν την Ελλάδα ως τη χώρα με τη δεύτερη ακριβότερη τιμή ηλεκτρικού ρεύματος στην Ε.Ε., αμέσως μετά την Ιταλία.
ΤΑ ΔΙΕΘΝΗ στοιχεία, εκτός του ότι αποκαλύπτουν ότι γίναμε η δεύτερη ακριβότερη χώρα της Ευρώπης, δίνουν και την πιο πειστική απάντηση σε όσους επιμένουν να υποστηρίζουν ότι οι αιτίες της ακρίβειας είναι διεθνείς και εισαγόμενες. Γιατί αν πράγματι ήταν, οι τιμές του ρεύματος στις ευρωπαϊκές αγορές θα έπρεπε να κυμαίνονται στα ίδια περίπου επίπεδα με τις δικές μας. Αν εδώ συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι συγχρόνως και ανάμεσα στις πέντε ευρωπαϊκές χώρες με τις χαμηλότερες αμοιβές, τότε η εικόνα της… ελληνικής ιδιαιτερότητας
απέναντι στην κρίση ολοκληρώνεται πλήρως.
ΓΙΑΤΙ όμως στην Ελλάδα οι τιμές του ρεύματος εκτοξεύονται στα ύψη, ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι κυβερνήσεις έλαβαν μέτρα ρύθμισης των αγορών, οι τιμές μένουν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα; Η απάντηση είναι προφανής. Η αυτορρύθμιση των αγορών φέρνει αποτέλεσμα όταν οι αγορές λειτουργούν σε ιδανικές συνθήκες. Κατά τις οποίες η απάντηση στις κερδοσκοπικές κινήσεις δίνεται μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού, που λειτουργεί ευεργετικά υπέρ των καταναλωτών.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, σε εποχές κρίσης όπως η σημερινή, το μοντέλο της αυτορρύθμισης των αγορών παύει να λειτουργεί για μια σειρά από αιτίες. Η πρώτη είναι ότι σε συνθήκες κρίσης διαταράσσεται σοβαρά το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης στις αγορές. Οπότε η αυτορρύθμιση γίνεται
από προβληματική έως αδιέξοδη. Στις σημερινές συνθήκες, η διατάραξη του ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης της ενέργειας, ως αποτέλεσμα των πολιτικών της απανθρακοποίησης που ακολούθησαν τα ευρωπαϊκά κράτη εν όψει της «πράσινης μετάβασης», προκάλεσε ξαφνική και μεγάλη αύξηση της ζήτησης του φυσικού αερίου, με συνέπεια την απογείωση των τιμών του.
Η ΚΡΙΣΗ επιδεινώθηκε σοβαρά στη συνέχεια εξαιτίας του πολέμου στη Ρωσία, που τροφοδοτεί την Ευρώπη με φυσικό αέριο. Στην Ελλάδα ειδικότερα, η άκαιρη και αδικαιολόγητα πρόωρη ολική απολιγνιτοποίηση στην οποία προχωρήσαμε το 2020 και η απότομη μετάβαση από ένα εγχώριο ενεργειακό ορυκτό με χαμηλό κόστος σε ένα εισαγόμενο και ακριβό, χωρίς μάλιστα να έχουν αποκατασταθεί στη χώρα επαρκείς εναλλακτικές πηγές ενέργειας, όπως θα ήταν ο λιγνίτης και οι ΑΠΕ, διατάραξε σοβαρά τις ομαλές συνθήκες λειτουργίας της εγχώριας ενεργειακής αγοράς.
ΠΡΩΤΗ αιτία συνεπώς της αποτυχίας της πολιτικής της αυτορρύθμισης της ενεργειακής αγοράς υπήρξε η μεγάλη εξάρτηση από το εισαγόμενο φυσικό αέριο και η απουσία, αντίστοιχα, φτηνών εγχώριων εναλλακτικών ενεργειακών πηγών για να αναλάβουν την κάλυψη μεγάλου μέρους της εγχώριας ζήτησης.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ τυχαίο ότι στην Ευρώπη, που φρόντισαν και να διατηρήσουν τη λειτουργία των μονάδων από άνθρακα και να αυξήσουν σημαντικά τη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, οι αγορές ανταποκρίθηκαν πολύ καλύτερα από την ελληνική.
ΔΕΥΤΕΡΗ αιτία για την αποτυχία της πολιτικής της αυτορρύθμισης της ενεργειακής αγοράς είναι η κατάργηση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η εισαγωγή στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας του 100% της ημερήσιας ενεργειακής κατανάλωσης κατήργησε τον ελεύθερο ανταγωνισμό που θα ίσχυε αν υπήρχαν περιθώρια για διαμόρφωση ελεύθερων συμβολαίων με τους καταναλωτές.
ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΦΎΓΟΥΝ αυτή την παγίδα στην Ευρώπη προέβλεψαν την εισαγωγή στα Χρηματιστήρια Ενέργειάς τους μέρους μόνο της ημερήσιας κατανάλωσης ρεύματος, διατηρώντας
έτσι τον ανταγωνισμό. Με το Βέλγιο να έχει εισάγει το 31%, τη Γαλλία και τη Γερμανία το 29%, την Ιταλία το 11% και την Πολωνία το μόλις 1% της ημερήσιας κατανάλωσης. Που σημαίνει ότι ενώ οι ευρωπαίοι άφησαν ένα παράθυρο ανοικτό στον ελεύθερο ανταγωνισμό, η ελληνική κυβέρνηση, εισάγοντας το 100% των εγχώριων πηγών ηλεκτρισμού στο Χρηματιστήριο, το έκλεισε ερμητικά. Η
τρίτη αιτία για την οποία η αυτορρύθμιση απέτυχε είναι οι ολιγοπωλιακές συνθήκες με τις οποίες λειτουργεί η ελληνική ενεργειακή αγορά. Η ύπαρξη πέντε μόνο μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων παραγωγής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης και της ιδιωτικής πλέον ΔΕΗ, περιορίζει τις
δυνατότητες ανάπτυξης ελεύθερου ανταγωνισμού.
Η ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ της ΔΕΗ στη χώρα μας, τέλος, προκάλεσε την απώλεια της δυνατότητας του κράτους να ρυθμίζει την αγορά υπέρ των καταναλωτών, παραδίδοντάς τη στο έλεος των
κερδοσκόπων. Η επανεθνικοποίηση της κάποτε δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού στη Γαλλία και η εθνικοποίηση ενεργειακών κολοσσών στη Γερμανία, λειτούργησαν ευεργετικά στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους σε συνθήκες κρίσης.
ΕΜΕΙΣ, περιμένοντας τον… Γκοντό της αυτορρύθμισης που δεν θα έρθει ποτέ, σε μια ενεργειακή αγορά που λειτουργεί ολιγοπωλιακά και χωρίς ανταγωνισμό, γίναμε πρωταγωνιστές της ακρίβειας στην Ευρώπη.