Του Αντώνη Κοντολέοντος, προέδρου της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, ΕΒΙΚΕΝ
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ενεργειακή κρίση πλήττει ιδιαίτερα τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας της χώρας μας, σε βαθμό που απειλείται όχι μόνο η ανταγωνιστικότητά τους αλλά και η ίδια η βιωσιμότητά τους. Δυστυχώς, δεν διαφαίνεται ότι θα υπάρξει συναίνεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην κατεύθυνση να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα για την αποσύνδεση της τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής
ενέργειας από την τιμή του φυσικού αερίου (φ.α.), ώστε να επιτευχθεί οριζόντια σημαντική μείωση της τιμής.
ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ παρά το γεγονός ότι ανάμεσα στα συμπεράσματα του προηγούμενου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε αυτή την κατεύθυνση περιλαμβανόταν πρόταση της Γαλλίας για την υιοθέτηση μιας παραλλαγής του ιβηρικού μοντέλου, πρόταση που αφορά την επιδότηση στην τιμή του φ.α. που
χρησιμοποιείται μόνο στην ηλεκτροπαραγωγή. Η σημαντική διαφοροποίηση της πρότασης αυτής ως προς το ιβηρικό μοντέλο είναι ότι η επιλογή της τιμής του φ.α., πάνω από την οποία θα δίνεται επιδότηση, θα έχει στόχο να μην αλλάζει η σειρά εισόδου των μονάδων στην αγορά (merit order) και επιπλέον να μην υπάρχει αύξηση της κατανάλωσης του φ.α.
Η GRANT THORTON εκπόνησε μια ενδιαφέρουσα μελέτη, που αφορά την εφαρμογή της πρότασης αυτής στη χώρα μας. Τα αποτελέσματα έδειξαν αφενός μια σημαντική μείωση της οριακής τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς κατά 29%, αφετέρου ότι το κόστος επιδότησης της τιμής του καυσίμου δεν θα επιβαρύνει καθόλου τον καταναλωτή. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα έχει ως αποτέλεσμα τη σταθερή, οριζόντια μείωση της τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ίση για όλους τους καταναλωτές.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, η πολιτική των επιδοτήσεων στη χονδρεμπορική τιμή, που βασίζεται στις προβλέψεις των προμηθευτών για την τιμή ρεύματος τον επόμενο μήνα, καταλήγει στο τέλος της ημέρας να δημιουργούνται υπερκέρδη, αυτή τη φορά στους προμηθευτές, αντί στους παραγωγούς, όπως όταν εφαρμοζόταν η ρήτρα αναπροσαρμογής.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ είναι εμφανής η έλλειψη στοιχειώδους βιομηχανικής πολιτικής, καθώς δίδεται το ίδιο ποσό επιδότησης σε όλους τους καταναλωτές μέσης και υψηλής τάσης και ανεξάρτητα εάν αφορά βιομηχανία έντασης ενέργειας ή σούπερ μάρκετ, το οποίο μεταβάλλεται σημαντικά ανά μήνα χωρίς επαρκή αιτιολόγηση και στερεί τις βιομηχανίες από ένα σταθερό πλαίσιο ασφάλειας, αλλά και προβλεψιμότητας για το κόστος ενέργειας, χωρίς το οποίο η βιομηχανία δεν μπορεί να προϋπολογίσει το παραγωγικό της κόστος, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της. Ως εκ τούτου, πολλές από αυτές, ατενίζοντας με αβεβαιότητα το 2023, εξετάζουν το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης της παραγωγής, αναστολής της λειτουργίας ή ακόμη και μεταφοράς της παραγωγής τους σε άλλες γειτονικές χώρες, όπου υπάρχει πιο ξεκάθαρη πολιτική στήριξης της βιομηχανίας.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ της ανύπαρκτης πολιτικής στήριξης της βιομηχανίας είναι η τιμή ρεύματος με την οποία θα επιβαρυνθούν οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας τον Δεκέμβριο να ξεπεράσει τα 300 ευρώ/MWh, καθώς η επιδότηση ήταν μόλις 34 ευρώ/MWh. Είναι προφανές ότι σε αυτά τα επίπεδα τιμών χωρίς καμία ορατότητα, οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας και κυρίως οι εξαγωγικές έχουν σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι ομοειδών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, αλλά και σε τρίτες χώρες, όπου οι τιμές ενέργειας είναι πολύ πιο ανταγωνιστικές.
ΤΗΝ ΙΔΙΑ στιγμή η ΔΕΗ στέλνει τελεσίγραφο στις βιομηχανίες, των οποίων οι συμβάσεις λήγουν στο τέλος του έτους ή μέσα στο 2023, ότι η τιμολόγησή τους από εδώ και στο εξής θα είναι indexed, ήτοι βάσει των τιμών όπως αυτές διαμορφώνονται ανά ώρα στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, απειλώντας τες ότι εάν δεν συμφωνήσουν σε εύλογο χρονικό διάστημα δεν θα έχει την υποχρέωση να συνεχίσει να τους τροφοδοτεί. Ξεχνά βέβαια ότι η ελληνική πολιτεία τής έχει αναθέσει την αποκλειστική διαχείριση των ενεργειακών πηγών της χώρας, λιγνίτη και νερών, από την οποία αποκομίζει ακόμη και σήμερα σταθερά υπερκέρδη, παρά τα πλαφόν που της έχουν επιβληθεί, καθώς αυτά είναι υπερβολικά υψηλά.
Η ΔΕΗ επικαλείται τη μη ορθή, μη συμβατή με τον πρόσφατο ευρωπαϊκό Κανονισμό (2022/1854), εφαρμογή του πλαφόν στα έσοδά της από τα βιομηχανικά διμερή συμβόλαια με σταθερή τιμή, από τα οποία της παρακρατούνται περίπου 90 ευρώ/MWh, ενώ τα μεταβλητά τιμολόγια επιδoτήθηκαν με 130 ευρώ/MWH κατά μέσο όρο το 2022. Είναι απορίας άξιο, λοιπόν, γιατί επί έξι μήνες καταγράφεται άρνηση των αρμοδίων στη χώρα μας να συμμορφωθούν με τον ευρωπαϊκό
Κανονισμό… Ουσιαστικά δίνουν στη ΔΕΗ το άλλοθι που αναζητούσε!
ΥΠΑΡΧΕΙ λοιπόν κίνδυνος να βρεθούν ξαφνικά οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας εκτεθειμένες στις υψηλές τιμές που διαμορφώνονται στη χονδρεμπορική αγορά χωρίς να έχουν εναλλακτική λύση, καθώς, εκτός των άλλων, αν δεν υπάρξει η αναγκαία τροποποίηση, ο τρόπος με τον οποίο
εσφαλμένα/παράνομα επιβάλλεται το πλαφόν στα διμερή συμβόλαια καθιστά αδύνατη στην πράξη τη σύναψη διμερών συμβολαίων τόσο με τη ΔΕΗ όσο και με παραγωγούς ΑΠΕ.
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ η ρύθμιση του Αυγούστου, με την οποία τροποποιήθηκε σκανδαλωδώς η προτεραιότητα στη λήψη όρων σύνδεσης έργων ΑΠΕ από τον ΑΔΜΗΕ, εκτός του ότι ευνόησε
συγκεκριμένα μεγάλα έργα ΑΠΕ δυναμικότητας 8.000 MW (κατηγορία Α), στο τέλος της ημέρας θα αποδειχθεί ότι ευνοεί κύρια τους καθετοποιημένους παίκτες. Και τούτο διότι τους επέτρεψε με εσωτερικές συμβάσεις (κατηγορία Β), που κατέθεσαν ήδη στις πρώτες ημέρες ισχύος του μέτρου για έργα που ξεπερνούν το όριο των 1.500 MW, να μονοπωλήσουν τα πράσινα ΡΡΑs, αφήνοντας εκτός τις μεγάλες βιομηχανίες της χώρας.
ΟΛΑ τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι υπάρχουν σημαντικά εμπόδια στις βιομηχανίες που θέλουν να υπογράψουν πράσινα ΡΡΑs, ώστε μεσομακροπρόθεσμα οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας να αποκτήσουν ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας και στην ουσία να μην τους αφορούν πλέον οι τιμές που διαμορφώνονται στο Χρηματιστήριο Ενέργειας.
ΕΥΛΟΓΩΣ συνάγουμε ότι διαμορφώνονται συνθήκες μονοπώλησης των πράσινων ΡΡΑs από τους καθετοποιημένους προμηθευτές, οι οποίοι δεν είναι υποχρεωμένοι να αγοράσουν αντίστοιχες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας για δική τους ανάγκη, αφού απλά μεταπωλούν, οπότε προσωρινά μπορούν να αρκεστούν προσωρινά σε 25-35 ευρώ/MWh μετά την εκκαθάριση του ΡΡΑ με τον παραγωγό ΑΠΕ.
ΕΙΝΑΙ επείγουσα ανάγκη να δημιουργηθεί και στην Ελλάδα ένα δίχτυ ασφαλείας για τις βιομηχανίες
έντασης ενέργειας, ώστε να μην είναι εκτεθειμένες στις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς και να περιοριστεί ο κίνδυνος αποβιομηχάνισης της χώρας.