Του Παναγιώτη Αβραμίδη, αναπληρωτή καθηγητή Χρηματοοικονομικών στο Alba Graduate Business School, The American College of Greece και μέλος του Institute for Hellenic Growth and Prosperity, The American College of Greece
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ χρονικό διάστημα η συζήτηση για τα επιτόκια των τραπεζών μονοπωλεί το ενδιαφέρον της κοινωνίας. Οι λύσεις που προκρίνονται εστιάζουν στο σύμπτωμα και όχι στις αιτίες του προβλήματος και επομένως είναι αποσπασματικές και με σημαντικές παρενέργειες. Για να διορθωθεί το πρόβλημα θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια. Επιπλέον, η συζήτηση γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο κρατικού παρεμβατισμού το οποίο έχει αναπτυχθεί από τα χρόνια της κρίσης, το
οποίο όμως αποτελεί ένα παρωχημένο πλαίσιο για τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα.
ΤΑ ΔΥΟ βασικά αίτια για τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων και τα ανοδικά επιτόκια των χορηγήσεων είναι κοινά: η νομισματική πολιτική (στο πρόσφατο παρελθόν και στο παρόν) και η έλλειψη ανταγωνισμού.
Η ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ πολιτική χαμηλών επιτοκίων και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης αύξησαν σημαντικά τα διαθέσιμα των τραπεζών, μειώνοντας την εξάρτησή τους από τις καταθέσεις. Παράλληλα, εξαιτίας της οικονομικής μεγέθυνσης, τα τελευταία δύο χρόνια οι καταθέσεις έχουν καταγράψει αύξηση 6% σε τριμηνιαία βάση και 32% συσσωρευτικά. Επομένως,
οι τράπεζες δεν πιέζονται να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων για να αντλήσουν επιπλέον ρευστότητα.
ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΣ, τα ανοδικά επιτόκια των τραπεζικών δάνειων αντανακλούν την πρόσφατη στροφή της πολιτικής της ΕΚΤ προς τη νομισματική σύσφιγξη λόγω του πληθωρισμού. Είναι άλλωστε κοινό χαρακτηριστικό ότι σε αντίθεση με τα επιτόκια καταθέσεων, τα οποία αργούν να προσαρμοστούν στις αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς, τα επιτόκια χορηγήσεων προσαρμόζονται πολύ πιο γρήγορα.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ και εξίσου σημαντικός παράγοντας, ο οποίος δυστυχώς απουσιάζει από την επικαιρότητα, είναι η συγκεντρωτική δομή του τραπεζικού συστήματος. Έπειτα από την πρωτοφανή περίοδο εξαγορών και απορροφήσεων στα χρόνια των μνημονίων, ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται πλέον ως ολιγοπώλιο τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Σε καιρούς αβεβαιότητας, η συγκέντρωση των τραπεζικών εργασιών σε ένα μικρό αριθμό συστημικών τραπεζών βοήθησε στη διασφάλιση των καταθέσεων, στη διαχείριση των κόκκινων δανείων και συνολικά στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ωστόσο, το συγκεντρωτικό τραπεζικό σύστημα αποτελεί τροχοπέδη σε μια οικονομία που αναπτύσσεται, όπως συμβαίνει πλέον με την ελληνική οικονομία.
ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ λοιπόν οι ενδεδειγμένες λύσεις; Πρώτον, δεδομένου ότι δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός, οι πρωτοβουλίες για την αύξηση των επιτοκίων των καταθέσεων είναι θεμιτές, αν και ενδεχομένως να κριθούν αναποτελεσματικές, αφού έστω και καθυστερημένα τα επιτόκια θα προσαρμοστούν προς τα πάνω. Αντιθέτως, η συζήτηση για μείωση των επιτοκίων γενικώς και
οριζοντίως είναι λανθασμένη διότι θα οδηγήσει σε παρατεταμένο πληθωρισμό και σε κεφαλαιακά αδύναμες τράπεζες. Η μείωση του πληθωρισμού δεν μπορεί να γίνει μόνο με παρεμβάσεις στις τιμές των προϊόντων ή με οριζόντιες κρατικές ενισχύσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων,
ούτε και με μείωση του κόστους ενέργειας μέσω πλαφόν. Αντιθέτως, απαιτείται μείωση της ζήτησης στην οικονομία μέσω της αύξησης των επιτοκίων. Το επιχείρημα για την προστασία
των ευάλωτων νοικοκυριών είναι εύλογο και το κράτος σε συνεργασία με τις τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν τα νοικοκυριά αυτά με επιδότηση των δανειακών τους υποχρεώσεων. Ωστόσο, αυτό θα πρέπει να γίνει στοχευμένα για τις πλέον αδύναμες κατηγορίες δανειοληπτών. Ο κίνδυνος από τις συνεχείς παρεμβάσεις, αρχικώς για την αναδιάρθρωση των δανείων και τώρα για τη μείωση των επιτοκίων, είναι ότι καθυστερεί να εμπεδωθεί η κουλτούρα πληρωμών. Κάθε επιπλέον παρέμβαση ενισχύει την άποψη ότι οι δανειακές υποχρεώσεις υπάρχουν για να αναθεωρούνται.
ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ σκέλος για την ενίσχυση του τραπεζικού ανταγωνισμού μπορεί να γίνουν εξίσου σημαντικές παρεμβάσεις. Συγκεκριμένα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει ανάγκη από νέες, μικρομεσαίες τράπεζες, οι οποίες θα κερδίσουν μερίδιο αγοράς από τις συστημικές τράπεζες, προσφέροντας ανταγωνιστικά επιτόκια τόσο στους καταθέτες όσο και στους δανειολήπτες. Επιπλέον ο ανταγωνισμός μπορεί να έρθει και από εναλλακτικές μορφές. Για παράδειγμα, παρεμβάσεις οι οποίες θα διευκολύνουν την πρόσβαση των αποταμιευτών σε επενδύσεις σταθερού επιτοκίου, θα βελτίωναν και τα επιτόκια καταθέσεων. Τέτοιες επενδύσεις συμπεριλαμβάνουν κρατικά ή εταιρικά χρεόγραφα, τα οποία σήμερα δεν είναι διαθέσιμα στους απλούς αποταμιευτές, είτε διότι μονοπωλούνται από τις τράπεζες (βλέπε κρατικά ομόλογα), είτε διότι εμπεριέχουν υψηλές χρεώσεις ή δεν έχουν αναπτυχθεί οι αγορές (βλέπε εταιρικά ομόλογα). Αντίστοιχα, η εμβάθυνση της αγοράς εταιρικών ομολόγων ή η λειτουργία μη τραπεζικών εταιρειών χρηματοδότησης (non-bank finance) θα μείωνε αντίστοιχα το δανειακό κόστος για τις επιχειρήσεις.
ΜΕΤΑ από μια δεκαετία κρίσεων οι τράπεζες συνεχίζουν να λειτουργούν σε ένα πλαίσιο συνεχούς διαπραγμάτευσης με το κράτος. Οι πολιτικές προστασίας που απέτρεψαν την ολοκληρωτική κατάρρευση στη δεκαετία της κρίσης δεν μπορούν να αποτελούν πυξίδα σε μια εποχή ανάπτυξης και πληθωρισμού. Οι απευθείας κρατικές παρεμβάσεις για τη διαχείριση των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων θα ενισχύσουν περαιτέρω την αλληλεξάρτηση αυτή. Αντιθέτως αυτό
που χρειάζεται είναι να σπάσει ο δεσμός κράτους και τραπεζών που ευοδώθηκε στα χρόνια της αστάθειας, αλλά πλέον κρίνεται αναχρονιστικός. Το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να ξαναγίνει ανταγωνιστικό, να απαλλαχθεί από τις κρατικές εγγυήσεις και τον προστατευτισμό, ώστε να λειτουργήσει ξανά με εξωστρέφεια και αυτοπεποίθηση.