Skip to main content

Βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων με επαγγελματισμό

N SOCIETY

Του Κωνσταντίνου Κιάμου, γραμματέα του STAMA, CEO UPSTREET

ΤΡΙΑ χρόνια σχεδόν μετά την πανδημία και αυτό το καλοκαίρι η χώρα μας έφτασε και ξεπέρασε τα επίπεδα τουρισμού του 2019. Μαζί με την επιτυχημένη τουριστική σεζόν, ήρθε ξανά στο προσκήνιο μια συζήτηση που είχε ξεχαστεί τα τελευταία δύο χρόνια, ο ρόλος της βραχυχρόνιας μίσθωσης
στο ελληνικό τουριστικό προϊόν και η συμβολή της στις ισορροπίες των τοπικών κοινωνιών. Η κοινωνία εν μέσω και του γενικευμένου κλίματος αυξήσεων κατηγορεί τον νέο αυτό κλάδο για τις αυξήσεις των ενοικίων, ενώ τα τουριστικά καταλύματα για αθέμιτο ανταγωνισμό.

ΕΝΩ η δαιμονοποίηση μιας καινούργιας συνιστώσας που έρχεται να διαταράξει τις υπάρχουσες ισορροπίες είναι πάντοτε η εύκολη λύση, η πραγματικότητα συνήθως είναι λίγο πιο σύνθετη. Η ευκολία με την οποία ένας ιδιοκτήτης ενός ακινήτου με μερικές φωτογραφίες από το κινητό του μπορεί να μετατραπεί σε ένα μικρό ξενοδόχο είναι σίγουρα κάτι που μπορεί να τρομάζει, ειδικά όταν αναπτύσσεται στις γειτονιές με πολύ ταχείς ρυθμούς. Ποιοι είναι ξαφνικά αυτοί οι «ξένοι»
που μπαίνουν στις πολυκατοικίες μας; ρωτούν εύλογα οι ένοικοι. «Δεν θέλουμε να γίνουμε Disneyland» δηλώνει ο δήμαρχος Αθηναίων. Πόσο ποιοτικό είναι το τουριστικό προϊόν μιας χώρας όταν τα μισά καταλύματα της χώρας είναι ανεξέλεγκτα; ρωτούν οι επαγγελματίες του κλάδου. Αυτοί οι νέοι ολιγοήμεροι ένοικοι γέμισαν τα διαμερίσματα που ήταν άδεια για χρόνια μετά από μία δεκαετία κρίσης, πλήρωσαν τα κοινόχρηστα που έμεναν απλήρωτα και έδωσαν εισόδημα στους ιδιοκτήτες τους σε μια περίοδο που ήταν πιο απαραίτητο από ποτέ. Αυτή η νέα δραστηριότητα γέμισε την πόλη της Αθήνας με τουρίστες που δεν είχε δει ποτέ, ούτε το καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων που με τόση αγωνία επί μία δεκαετία προετοιμάζαμε. Δημιούργησε νέες αγορές, καφέ, φούρνους, εστιατόρια, μικρά καταστήματα άνοιξαν ξανά σε γειτονιές που τα καταστήματα έμεναν στα αζήτητα για χρόνια. Η Αθήνα, η πρωτεύουσα της χώρας, έγινε για πρώτη φορά δωδεκάμηνος τουριστικός προορισμός, μπορεί Disneyland να μη γίναμε, ούτε Βαρκελώνη και Βενετία, αλλά μπήκαμε για τα καλά στους παγκόσμιους τουριστικούς χάρτες.

ΤΙ ΓIΝΕΤΑΙ όμως με το θέμα της ποιότητας; Πώς μπορεί να μπει φρένο σε μια ανεξέλεγκτη πορεία που μπορεί να οδηγήσει στον τουριστικό κορεσμό των γειτονιών; Η συζήτηση αυτή εκτός από τοπική είναι ταυτόχρονα και παγκόσμια. Η απάντηση βρίσκεται στη διαφοροποίηση της οικονομίας διαμοιρασμού με τους επαγγελματίες του κλάδου. Το έξτρα εισόδημα που μπορεί να αποκτήσει κανείς νοικιάζοντας το σπίτι ή το εξοχικό του κάποιες μέρες του χρόνου τις οποίες δεν
το χρησιμοποιεί είναι σημαντικό και πρέπει να προστατευτεί και σίγουρα δεν διαμορφώνει το τουριστικό προϊόν μιας χώρας. Όταν όμως ένα σπίτι μισθώνεται αποκλειστικά με αυτόν τον
τρόπο, πλέον γίνεται επαγγελματική δραστηριότητα.

ΤΑ ΧΡOΝΙΑ που μεσολάβησαν από τον χειμώνα του 2015, που για πρώτη φορά η βραχυχρόνια μίσθωση έγινε νόμιμη σε διαμερίσματα πόλεων, μέχρι σήμερα, συστήθηκαν στην αγορά εκατοντάδες εταιρείες και επαγγελματίες που δραστηριοποιήθηκαν στον νέο αυτό κλάδο. Εταιρείες που απασχολούν προσωπικό, πληρώνουν φόρους και εισφορές όπως όλες οι εταιρείες, και επενδύουν στη δραστηριότητά τους προσδοκώντας σε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Εταιρείες που συχνά
συνεργάζονται με ιδιώτες και επενδυτές που έχουν τη διάθεση να επενδύσουν σε παλιά ακίνητα προσδοκώντας σε μια υψηλότερη κερδοφορία, ενισχύοντας σημαντικά το παλιό κτιριακό απόθεμα των πόλεων. Επενδύσεις που γίνονται μεν με κριτήριο τις άμεσες αποδόσεις της βραχυχρόνιας μίσθωσης αλλά μένουν στην πόλη για δεκαετίες. Είναι κάτι που παρατηρήθηκε άλλωστε έντονα τα δύο χρόνια της πανδημίας, όταν εκατοντάδες διαμερίσματα που είχαν ανακαινισθεί για να μισθωθούν βραχυχρόνια, μισθώθηκαν τελικά μακροχρόνια. Σίγουρα τα ακίνητα αυτά είναι σημαντικά ακριβότερα, αλλά είναι και σημαντικά ποιοτικότερα και ήταν σε πολλές περιπτώσεις ο λόγος να γυρίσουν κάτοικοι των προαστίων πίσω στο κέντρο της Αθήνας, που του είχαν γυρίσει την πλάτη από τη δεκαετία του ’80. Είναι η ώρα η πολιτεία να συνομιλήσει με τους επαγγελματίες της βραχυχρόνιας μίσθωσης και να ενισχύσει την προσπάθεια να υπερισχύσει ο επαγγελματισμός σε αυτόν τον νέο κλάδο. Με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί και θα προστατευθεί το τουριστικό μας προϊόν. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να μπουν κανόνες στην αγορά. Η χώρα μας έχει παράδοση στη φιλοξενία αυτού του τύπου. Η ανάπτυξη των ενοικιαζόμενων δωματίων -rooms to
let- της δεκαετίας του ’60 δεν διαφέρει με αυτή των διαμερισμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης. Αντίστοιχα, οι νοικοκυρές σε προορισμούς της δεκαετίας του ’30, όπως η Αιδηψός, που μάζευαν τον Μάιο την οικοσκευή τους και μετέτρεπαν το σπίτι τους σε ενοικιαζόμενο κατάλυμα, ήταν οι πρώτες που συνέστησαν τη βραχυχρόνια μίσθωση στη χώρα μας. Θα πρέπει να πρωταγωνιστήσουμε στη δημιουργία προδιαγραφών ποιότητας και όχι να δημιουργήσουμε εμπόδια σε αυτό το νέο προϊόν.

ΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤIΕΣ του χώρου εκπροσωπούνται μαζικά από τον Σύλλογο Εταιρειών Βραχυχρόνιας Μίσθωσης Ακινήτων (STAMA Greece) χωρίς να είναι όμως μέχρι σήμερα επίσημοι συνομιλητές του κράτους. Η πολιτεία οφείλει να ξεπεράσει τις φοβίες του πολιτικού κόστους που δημιουργεί το θέμα της βραχυχρόνιας μίσθωσης και να συνδιαμορφώσει αυτό το νέο τουριστικό προϊόν πριν γίνει πραγματικά ανεξέλεγκτο. Θα πρέπει να βρει το θάρρος να απαντήσει στους τουριστικούς παράγοντες της χώρας που δεν θέλουν νέους «παίκτες» στον κλάδο ότι αυτό δεν είναι προς όφελος της χώρας.

Θα πρέπει να βρει το θάρρος να εξηγήσει στην κοινωνία ότι σε μια χώρα όπου τα κλειστά και ανεκμετάλλευτα ακίνητα είναι σημαντικά πολλαπλάσια αυτών που διατίθενται βραχυχρόνια, το πρόβλημα της στέγης είναι πολύ πιο σύνθετο και λύνεται με λύσεις σαν αυτές που πρόσφατα
ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ και στο νομοσχέδιο «Σπίτι μου – στεγαστική πολιτική για τους νέους,
αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας για κοινωνική κατοικία και άλλες διατάξεις». Θα πρέπει να μετατρέψει αυτό το νέο προϊόν από «πρόβλημα» σε ευκαιρία.