Του Νίκου Μάντζαρη, συνιδρυτή και αναλυτή πολιτικής, The Green Tank
ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ μια περίοδο που η πραγματικότητα γύρω από τα ενεργειακά ξεπερνά την πολιτική βούληση και ρητορεία. Από τη μια μεριά τα πολιτικά κόμματα διαγκωνίζονται για το ποιο προώθησε περισσότερο τις εξορύξεις εγχώριων κοιτασμάτων ορυκτού αερίου κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους, ενώ κανένα από αυτά δεν αρθρώνει αντιρρήσεις στα σχέδια για νέες υποδομές ορυκτού αερίου που θα κατασκευαστούν, θεωρητικά, για την αντιμετώπιση της
ενεργειακής κρίσης, ή σε αυτά για την επανεκκίνηση της λιγνιτικής δραστηριότητας.
ΑΠΟ ΤΗΝ άλλη μεριά έχουμε την πραγματικότητα. Με τις τιμές του ορυκτού αερίου στα ύψη, στους 10 πρώτους μήνες του 2022 η εγχώρια κατανάλωση αερίου μειώθηκε κατά σχεδόν 18% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2021. Από τον Αύγουστο δε, που ξεκίνησε η οκτάμηνη περίοδος κατά την οποία τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.-27 καλούνται να μειώσουν την κατανάλωση αερίου κατά 15% σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας, η Ελλάδα βρίσκεται ήδη στο -19%, παρά τις δηλώσεις ότι τέτοιες μειώσεις δεν είναι εφικτές χωρίς να συνοδεύονταιαπό οικονομική καταστροφή. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το ρωσικό αέριο, η ανάγκη απεξάρτησης από το οποίο
πλαισιώνει όλο το αφήγημα για κατασκευή νέων υποδομών LNG και νέων αγωγών που θα μεταφέρουν αέριο άλλης προέλευσης, η Ελλάδα κατόρθωσε να μειώσει την εγχώρια χρήση
του ως τον Οκτώβριο του 2022, σχεδόν κατά τα 2/3 συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2021.
Η ΕΛΛΑΔΑ οφείλει τις εντυπωσιακές αυτές επιδόσεις στον αυξημένο ρυθμό ανάπτυξης φθηνών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), κυρίως φωτοβολταϊκών και αιολικών. Έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία στο πρώτο δεκάμηνο του έτους οι ΑΠΕ ήταν η πρώτη πηγή παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας στη χώρα, καλύπτοντας 39% της ζήτησης (47% μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά). Η αλματώδης ανάπτυξή τους κατόρθωσε να διατηρήσει τη λιγνιτική παραγωγή το 2022 πρακτικά στα ίδια επίπεδα με αυτά της περσινής χρονιάς-ναδίρ για τον λιγνίτη, συρρικνώνοντας παράλληλα
τη χρήση ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή κατά 11,5 ποσοστιαίες μονάδες και μειώνοντας κατά 20% τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας. Με άλλα λόγια, εν μέσω κρίσης, οι ΑΠΕ μας βοήθησαν να περιορίσουμε σημαντικά την εξάρτησή μας από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τις κλιματικές μας επιδόσεις. Επίσης, λόγω του χαμηλού τους κόστους συνεισέφεραν, περισσότερο από κάθε άλλη τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής, στις επιδοτήσεις των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας των πολιτών και των επιχειρήσεων ελαφρύνοντας το δυσβάστακτο οικονομικό βάρος.
Η ΚΡΙΣΗ τιμών ορυκτών καυσίμων προβλέπεται να συνεχιστεί σε βάθος χρόνου. Παράλληλα, η Ευρώπη συνεχίζει να ανεβάζει τον πήχη της κλιματικής φιλοδοξίας προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια πολύ σημαντικότερη κρίση, αυτή για τη σωτηρία του πλανήτη από την κλιματική κατάρρευση.
ΣΕ ΑΥΤΕΣ τις συνθήκες, το ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από (ακόμα πιο) πράσινο. Για αυτόν τον λόγο η προσοχή του πολιτικού κόσμου εν όψει εθνικών εκλογών πρέπει να στραφεί μακριά από τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, τους νέους αγωγούς ορυκτού αερίου και τις «επανεκκινήσεις» του λιγνίτη, και να επικεντρωθεί στο πώς η χώρα θα αποκτήσει επαρκή δίκτυα και υποδομές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας για την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ, διαμορφώνοντας παράλληλα ένα άρτιο ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για την εγκατάστασή τους. Ο στόχος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε λιγότερο από ένα μίγμα ηλεκτροπαραγωγής απαλλαγμένο από εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ως το 2035 χωρίς καμία έκπτωση στην προστασία της μοναδικής βιοποικιλότητας της χώρας.