Skip to main content

Το μέλλον περιμένει να το δημιουργήσουμε

N SOCIETY

Τoυ Αλέξανδρου Βασιλικού, προέδρου του ΞΕΕ

ΤΟ 2022 χαρακτηρίστηκε από δύο βασικά και ιδιαίτερα στοιχεία. Πρώτον, ο κόσμος είχε αποταμιεύσει τα προηγούμενα χρόνια για τις διακοπές του, επιθυμούσε να ταξιδέψει μετά τους
περιορισμούς και την ίδια στιγμή πολλοί διεθνείς προορισμοί παρέμειναν κλειστοί ή δημιουργούσαν αισθήματα ανασφάλειας, οπότε παρατηρήθηκε υπερσυσσώρευση της ζήτησης
σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο. Το δεύτερο και εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η εμπιστοσύνη που κερδίσαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας αποδεικνύοντας στην πράξη πως μπορούμε να διαχειριζόμαστε εξίσου καλά ή ακόμη και καλύτερα από τις δυτικές προηγμένες χώρες μεγάλης κλίμακας κρίσεις. Αυτή η εμπιστοσύνη των πελατών – καταναλωτών του ελληνικού προϊόντος κεφαλαιοποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη χρονιά.

ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να διαφύγει της προσοχής μας πως το ’22 είχε μια πάρα πολύ καλή καλοκαιρινή σεζόν. Ωστόσο, τα ξενοδοχεία δωδεκάμηνης λειτουργίας, που ήταν ανοιχτά και το πρώτο τετράμηνο της χρονιάς, λειτούργησαν με πολύ χαμηλές πληρότητες και καλούνται να λειτουργήσουν και το τελευταίο δίμηνο, με λειτουργικά κόστη που γίνονται πραγματικά ανεξέλεγκτα. Άρα οφείλουμε να μελετήσουμε σοβαρά όλα τα δεδομένα, ειδικά τώρα που το πλαίσιο της ευρωπαϊκής βοήθειας «State aid» έχει παραταθεί και χρονικά και έχει αυξηθεί και το όριο των ενισχύσεων. Είναι απολύτως απαραίτητο να διαγνώσουμε σωστά την πραγματικότητα και να την αντιμετωπίσουμε αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα εργαλεία.

ΤΩΡΑ, σε ό,τι αφορά το 2023, τα προμηνύματα είναι μεν θετικά, όπως διαπιστώθηκε και στη Διεθνή Έκθεση Τουρισμού του Λονδίνου, ωστόσο οι μεγάλες δυσκολίες εξαιτίας του πληθωρισμού, του ενεργειακού κόστους, του πολέμου στην Ουκρανία και των δυσκολιών διαβίωσης δημιουργούν
ένα περιβάλλον γεμάτο ερωτηματικά τόσο για τα ταξίδια μέσα στον χειμώνα όσο και για τις κρατήσεις του επόμενου καλοκαιριού. Κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη όταν υπάρχουν πολλοί παράγοντες που ανά πάσα στιγμή ενδέχεται να δημιουργήσουν ανατροπές.

ΓΙ’ ΑΥΤΟ και έχει μεγάλη αξία να μετακινήσουμε τη δημόσια συζήτηση για τον τουρισμό από την παρακολούθηση της ζήτησης στη διαμόρφωση της δικής μας προσφοράς, έτσι ώστε να είμαστε εμείς αυτοί που θα δημιουργήσουμε ένα πλαίσιο ποιότητας και μακροπρόθεσμης βιώσιμης ανάπτυξης του τουρισμού. Το να καταγράφουμε τις αυξομειώσεις της ζήτησης σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί πραγματικό δείκτη. Η συζήτηση που πρέπει να κάνουμε είναι για το σχέδιο που πρέπει να βάλουμε σε εφαρμογή για να πετύχουμε την επιθυμητή μέση κατά κεφαλήν δαπάνη όχι το 2023 αλλά το 2027, ανά προορισμό. Και να επεξεργαστούμε σωστά και υπεύθυνα τον Οδικό Χάρτη που θα οδηγήσει κάθε προορισμό να πετύχει τους στόχους του. Το μέλλον δεν μας περιμένει στη γωνία, πρέπει εμείς να το δημιουργήσουμε.

ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ αυτής της παραγωγικής συζήτησης πρέπει να είναι οι υποδομές. Το έλλειμμα στις υποδομές είναι το επιτακτικό ζητούμενο τόσο για τους δημοφιλείς προορισμούς που έχουν αναδειχθεί και έχουν σημαντική θέση στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, όσο και για νέους προορισμούς που μπορούμε να αναδείξουμε. Για το μείζον ζήτημα των υποδομών το παράδειγμα της Αθήνας είναι πολύ χαρακτηριστικό. Η Αθήνα ακόμη και σήμερα δεν διαθέτει ένα Μητροπολιτικό Συνεδριακό Κέντρο διεθνών προδιαγραφών, παρά το γεγονός ότι ως έργο έχει εξαγγελθεί από τρεις πρωθυπουργούς. Όπως, επίσης, αν θέλουμε να απευθυνθούμε σε νέες θεματικές αγορές υψηλού ενδιαφέροντος, πρέπει να έχουμε εξασφαλίσει και τις αντίστοιχες υποδομές γι’ αυτό. Αν θέλουμε, για παράδειγμα, digital nomads στα νησιά μας πρέπει να υπάρχει 5G αλλά και οργανωμένες δομές υγείας όπως και επαρκείς μεταφορικές συνδέσεις. Άρα η πολιτεία
οφείλει να δει στρατηγικά το ζήτημα των υποδομών για κατοίκους και επισκέπτες και να επενδύσει στην οικονομική και κοινωνική ευημερία των τοπικών κοινωνιών. Ανοίγοντας ταυτόχρονα δρόμους και για άλλους κλάδους όπως η αγροτοδιατροφή και η εξωστρέφεια της ελληνικής ποιοτικής πρωτογενούς παραγωγής. Και πάντα με απόλυτο σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, διότι η βιωσιμότητα είναι πλέον ο μόνος δρόμος μέσα από τον οποίο περνάει το μέλλον του ελληνικού τουρισμού.