Skip to main content

Ευκαιρία επαναξιολόγησης για τους λιμένες

N SOCIETY

Τoυ Γιώργου Βαγγέλα, αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών υπηρεσιών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου

ΕΧΕΙ παρέλθει μία και πλέον δεκαετία από την έναρξη της διαδικασίας αποκρατικοποίησης των ελληνικών λιμένων, εν μέσω και των υποχρεώσεων της χώρας στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι εξελίξεις στο ελληνικό λιμενικό σύστημα συνηγορούν ότι οι επιλογές που έγιναν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις ήταν αποσπασματικές και σε ένα πλαίσιο το οποίο δεν ακολουθεί και δεν συμβάλλει στο να παρακολουθήσει η χώρα τις διεθνείς εξελίξεις στο λιμενικό σύστημα. Το μοντέλο της πώλησης πλειοψηφικού πακέτου μετοχών έχει ακολουθηθεί σε όλους τους διαγωνισμούς που έχουν ολοκληρωθεί έως σήμερα ή βρίσκονται σε εξέλιξη. Εξαίρεση αποτελεί ο διαγωνισμός για τον λιμένα Καβάλας, ο οποίος αφορά την παραχώρηση τμήματος του λιμένα «Φίλιππος Β’» για χρονική περίοδο 40 ετών. Βασικό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου μοντέλου αποτελεί η απώλεια δημόσιου ελέγχου σε κρίσιμες λιμενικές υποδομές, είτε αφορά θέματα ρυθμιστικού πλαισίου είτε λειτουργίας της λιμενικής αγοράς.

Η ΣΥΧΝΗ αντίδραση των χρηστών του λιμένα Πειραιά, για τη μη εφαρμογή προβλέψεων του ευρωπαϊκού κανονισμού, μεταξύ άλλων για το συμβούλιο χρηστών του λιμένα, αποτελεί παράδειγμα αυτής της έλλειψης ελέγχου. Από την άλλη, η ακύρωση της πώλησης του λιμένα Αλεξανδρούπολης αποτελεί μια έμμεση παραδοχή των στρεβλώσεων της επιλεγείσας στρατηγικής αξιοποίησης των λιμένων. Μια στρατηγική η οποία επικεντρώνεται κυρίως στη χρηματοοικονομική αποτίμηση ενός λιμένα, παραβλέποντας άλλες παραμέτρους, όπως για παράδειγμα γεωπολιτικές, κοινωνικές, διαμόρφωση σχέσεων πόλης-λιμένα κ.ά.

ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ που δημιουργούνται από τη συγκεκριμένη στρατηγική ενισχύονται και από την έλλειψη μιας ξεκάθαρης και στοχευμένης λιμενικής πολιτικής. Η λειτουργία μιας Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων με περιορισμένες αρμοδιότητες επί των συμβάσεων παραχώρησης, έχει περιορίσει τον ρόλο της ως ουσιαστικού εργαλείου άσκησης λιμενικής πολιτικής και ελέγχου της λιμενικής αγοράς. Από την άλλη, η ανάδειξη του Ταμείου Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) σε αρχή σχεδιασμού για τα λιμάνια που διαθέτει στο χαρτοφυλάκιό του, αποτελεί μια ακόμη ανορθολογική επιλογή. Το ΤΑΙΠΕΔ έχει έλλειψη τεχνογνωσίας, καθώς δεν διαθέτει τα στελέχη εκείνα που μπορούν να ασχοληθούν με θέματα λιμενικού σχεδιασμού, σε αντίθεση με το υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το οποίο διαθέτει στελέχη με γνώση και εμπειρία. Επιπρόσθετα, η διασπορά αρμοδιοτήτων εποπτείας των λιμένων σε αρκετά υπουργεία συντελεί στην περαιτέρω πολυπλοκότητα του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης. Ένα σύστημα το οποίο αποτελεί εμπόδιο στη διαμόρφωση μιας ορθολογικής εθνικής λιμενικής πολιτικής. Με αφορμή την ακύρωση του διαγωνισμού της Αλεξανδρούπολης (που και αυτή η απόφαση αποτελεί δείγμα έλλειψης λιμενικής στρατηγικής) για γεωπολιτικούς λόγους και με τους διαγωνισμούς για τα υπόλοιπα περιφερειακά λιμάνια είτε να έχουν ξεκινήσει είτε να βρίσκονται στο στάδιο της προετοιμασίας,
δημιουργείται ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ελληνική κυβέρνηση για να επαναξιολογήσει την υφιστάμενη στρατηγική. Μια στρατηγική η οποία θα πρέπει να λάβει υπόψη της τη διεθνή (και ιδίως την ευρωπαϊκή) λιμενική εμπειρία, η οποία πρεσβεύει τη διατήρηση του δημοσίου ελέγχου στους λιμένες και την παραχώρηση των λιμενικών λειτουργιών σε ιδιώτες. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα του λιμενικού συστήματος, αποτρέποντας παράλληλα περιστατικά στρέβλωσης της λειτουργίας της αγοράς.