Τoυ Αλέξανδρου Κοντονίκα, καθηγητή Χρηματοοικονομικής στο University of Essex
ΈΠΕΙΤΑ από ένα εκτεταμένο διάστημα υπερ-χαλαρής νομισματικής πολιτικής, χαρακτηριζόμενο από την ποσοτική χαλάρωση και τα αρνητικά επιτόκια στα αποθεματικά των τραπεζών του Ευρωσυστήματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ξεκίνησε πρόσφατα την στροφή προς μια πιο σφιχτή πολιτική.
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, από τα τέλη του 2014 η ΕΚΤ εκδίδει νέο χρήμα στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης προκειμένου να αγοράσει χρεόγραφα, μεταξύ αυτών και κρατικά ομόλογα, από τις τράπεζες και άλλους επενδυτές. Αρχικά, λόγω χαμηλής επενδυτικής βαθμίδας, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα εξαιρούνταν. Όμως τον Μάρτιο του 2020, που ξεκίνησε το πρόγραμμα κατά των συνεπειών της πανδημίας, έγινε εξαίρεση και μέσα σε δύο χρόνια η ΕΚΤ αγόρασε ελληνικά ομόλογα αξίας 39 δισ. ευρώ. Το πρόγραμμα περιορίστηκε τον Μάρτιο του 2022 και πλέον, έως το τέλος το 2024 τουλάχιστον, θα έχουμε μόνο επανεπενδύσεις των ομολόγων που λήγουν. Όσον αφορά τα επιτόκια, η ΕΚΤ έχει προχωρήσει σε τρεις αυξήσεις επιτοκίων από τον Ιούλιο, συνολικού ύψους 200 μονάδων βάσης. Προκειμένου να εκτιμήσουμε τις πιθανές επιπτώσεις από τη στροφή της ΕΚΤ, θα
πρέπει αρχικά να καταλάβουμε πώς επέδρασε η υπερ-χαλαρή νομισματική πολιτική στις τράπεζες και στην πραγματική οικονομία. Μέσα από διάφορους μηχανισμούς, η ποσοτική χαλάρωση μείωσε το κόστος του δανεισμού για το κράτος, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, βελτίωσε τα μακροοικονομικά μεγέθη και βοήθησε στο να μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Τα χαμηλά επιτόκια είχαν θετική επίδραση στις τιμές σπιτιών, μετοχών και ομολόγων. Περαιτέρω, η καθαρή αξία των τραπεζών βελτιώθηκε καθώς, εκτός από δάνεια, ένα σημαντικό κομμάτι του ενεργητικού των τραπεζών περιλαμβάνει κρατικά ομόλογα των οποίων η αξία κατέγραψε σημαντική αύξηση. Μετά τους ξένους επίσημους δανειστές, που κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στο σύνολο των ελληνικών κρατικών ομολόγων (75% στα τέλη του 2021), και την ΕΚΤ (12%), οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν τον τρίτο κύριο κάτοχο (8%), έχοντας αυξήσει το μερίδιό τους κατά 9 δισ. ευρώ μεταξύ 2020-21. Ωστόσο, τα χαμηλά επιτόκια είχαν αρνητική επίδραση στα καθαρά έσοδα των τραπεζών από δανειακή δραστηριότητα, που, παρά μια πτωτική τάση τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν να αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων για τις ελληνικές τράπεζες. Επίσης, πληθώρα επιστημονικών ερευνών δείχνει ότι το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων ενισχύει τη διάθεση ανάληψης ρίσκου, τόσο στις τράπεζες όσο και σε άλλους επενδυτές, με πιθανές επιπτώσεις για τη μελλοντική χρηματοοικονομική σταθερότητα. Καθώς τώρα περνάμε σε ένα πλαίσιο σφιχτής νομισματικής πολιτικής, το κόστος δανεισμού θα αυξηθεί. Αυτή η εξέλιξη αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στην πραγματική οικονομία και στις αγορές, και πιθανώς να αποτελέσει τροχοπέδη στην περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Από την άλλη, όμως, τα υψηλότερα επιτόκια προβλέπεται να αυξήσουν τα τραπεζικά έσοδα, καθώς τα επιτόκια στις καταθέσεις, που αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, υστερούν σημαντικά από αυτά των χορηγήσεων (4% μέση διαφορά, 2002-22).
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ, το τελικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από την αλληλεπίδραση αυτών των δύο τάσεων. Στο πλαίσιο αυτής της νέας κατάστασης, που φέρνει ευκαιρίες, αλλά και κινδύνους για
τις ελληνικές τράπεζες, ένας παράγοντας που θα παίξει καθοριστικό ρόλο είναι ο βαθμός της πιθανής οικονομικής επιβράδυνσης, όπως επίσης και οι γεωπολιτικές εξελίξεις. Κρίσιμη επίσης θα είναι η συμμετοχή των τραπεζών στην υλοποίηση επενδύσεων που στηρίζονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, και το κατά πόσο θα κρατήσουν τα κόστη τους χαμηλά και θα επωφεληθούν από το digital transformation.