Από την έντυπη έκδοση
Του Γεράσιμου Βουκελάτου
Χημικού μηχανικού, MBA TQM, product manager στην PAL
Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε μία αλληλουχία κρίσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Την κρίση χρέους διαδέχτηκε η υγειονομική κρίση, η ενεργειακή κρίση διαταρράσσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, κρίσεις δημοκρατίας ξεσπούν σε χώρες της Δύσης, ενώ ένας πόλεμος μαίνεται σε ευρωπαϊκά εδάφη. Καμία, όμως, κρίση δεν αποτελεί τόσο μεγάλο υπαρξιακό κίνδυνο για την ανθρωπότητα όσο η περιβαλλοντική. Θέλουμε καταναλωτές περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένους (πρόσφατη παγκόσμια έρευνα υπογραμμίζει πως δύο στους τρεις καταναλωτές προτίθενται να διαθέσουν περισσότερα χρήματα προκειμένου να αγοράσουν προϊόντα σε βιώσιμες συσκευασίες), σωστά ενημερωμένους και όχι θύματα εσφαλμένων εντυπώσεων. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω να αναφερθώ συνοπτικά στους βασικούς μύθους που συνοδεύουν τις πλαστικές συσκευασίες παραθέτοντας ορισμένα επιστημονικά στοιχεία.
Ο όρος πλαστικά χρησιμοποιείται συχνά σαν να πρόκειται για ένα υλικό, ενώ στην πραγματικότητα είναι μία ομπρέλα η οποία καλύπτει πληθώρα υλικών με πολύ διαφορετικές εφαρμογές και ιδιότητες. Πόσο συμβάλλει, όμως, η πλαστική συσκευασία στο συνολικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα ενός προϊόντος; Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, κατά ένα μικρό ποσοστό. Στο παράδειγμα ενός πλαστικού μπουκαλιού γάλατος, η συσκευασία ευθύνεται για το 3,5% του συνολικού ανθρακικού αποτυπώματος συγκριτικά με το ποσοστό άνω του 50% που οφείλεται στην παραγωγή του και περίπου το 20% που οφείλεται στην παραγωγή των ζωοτροφών.
Ταυτόχρονα, βεβαίως, μειώνει τη σπατάλη τροφίμων, επεκτείνοντας τη διάρκεια ζωής τους (μία πλαστική συσκευασία τριπλασιάζει τον χρόνο ζωής ενός φρούτου) και διατηρώντας την ελκυστική τους όψη. Ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος από τρόφιμα που θα απορρίπτονταν ελλείψει συσκευασίας θα ξεπερνούσε εκείνον της παραγωγής των συσκευασιών. Οι πλαστικές συσκευασίες, πιο ελαφριές από αντίστοιχες γυάλινες, αλουμινένιες κ.ο.κ., μικρότερου όγκου, επιτρέπουν τη μεταφορά μεγαλύτερων φορτίων με αντίστοιχα μικρότερο βάρος, μειώνοντας έτσι τη συνολική κατανάλωση καυσίμων. Ειδικά το πλαστικό PET, το οποίο είναι 100% ανακυκλώσιμο, χωρίς μάλιστα να χάνει την ποιότητά του σε κάθε νέο γύρο ανακύκλωσης, αναδεικνύεται συχνά νικητής σε όλες τις κατηγορίες σύγκρισης -βάσει αναλύσεων του κύκλου ζωής του υλικού.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 17% των συνολικά παραγόμενων συσκευασιών και το 19% των αποβλήτων συσκευασίας είναι πλαστικά και τα ποσοστά ανακύκλωσης αυξάνονται συνεχώς. Όσον αφορά την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, η παραγωγή πλαστικών απορροφά μόλις το 4% της παγκόσμιας παραγωγής αργού πετρελαίου, ενώ συγκεκριμένα οι πλαστικές συσκευασίες το 1,5%. Ωστόσο, συχνά εμφανίζονται ως βασικός ανασταλτικός παράγοντας στη μείωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Θέτοντας μια τάξη μεγέθους, οι εκπομπές από μία πτήση μετ’ επιστροφής Βιέννη Μαγιόρκα ισοδυναμούν με τη χρήση πλαστικών συσκευασιών από έναν μέσο Ευρωπαίο πολίτη για περισσότερο από μία δεκαετία!
Σήμερα, προς αντικατάσταση των συμβατικών πλαστικών προτάσσονται τα βιοπλαστικά, τα οποία απαιτούν φυτοφάρμακα και μεγάλες ποσότητες νερού για την παραγωγή τους, οι βιοδιασπώμενες συσκευασίες, που χρειάζονται ωστόσο βιομηχανική κατεργασία για να διασπαστούν, και οι επαναχρησιμοποιούμενες συσκευασίες, οι οποίες σπανίως χρησιμοποιούνται αρκετές φορές, ώστε να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις της παραγωγής τους. Συνεπώς, το «πρόβλημα» των πλαστικών είναι πρωτίστως ζήτημα διαχείρισης και όχι εγγενής παθογένεια. Η στενή συνεργασία των παραγωγών και των ρυθμιστικών αρχών, συνεπικουρούμενη από μία αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς, μπορούν να επιτύχουν σχεδόν ολική επαναχρησιμοποίηση των πλαστικών ως ανακυκλωμένη πρώτη ύλη, οδηγώντας σε ένα πρότυπο κυκλικής οικονομίας, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος.