Του Άγγελου Χρυσόγελου
Επίκουρου Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University
Στις αναλύσεις σχετικά με την πολιτική των Βαλκανίων έχει εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια ένας αρκετά εύστοχος όρος: «σταθεροκρατία» («stabilocracy» ή «stabilitocracy» στα αγγλικά). Ως σταθεροκρατία ορίζονται τα πολιτικά συστήματα χωρών όπως η Σερβία, η Βοσνία και η Αλβανία, όπου οι πολιτικές ελίτ εκλέγονται με τυπικά δημοκρατικές διαδικασίες, όμως η ποιότητα και η λειτουργία τους υπολείπεται κατά πολύ αυτής μιας πραγματικής δημοκρατίας.
Αυτές οι ελίτ παρουσιάζονται στο εξωτερικό ως εγγυητές της περιφερειακής ασφάλειας, αναγκάζοντας ξένες δυνάμεις όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση να συναλλάσσονται μαζί τους. Και αυτό παρόλο που είναι ακριβώς αυτές οι ελίτ που δημιουργούν συνεχώς εσωτερικές ή διπλωματικές κρίσεις εναντίον εθνοτικών μειονοτήτων, πολιτικών αντιπάλων, γειτονικών κρατών κ.λπ. Η πηγή νομιμοποίησης μιας σταθεροκρατίας δεν είναι η λαϊκή βούληση, αλλά η ικανότητά της να προσφέρει σταθερότητα στους διεθνείς εταίρους της έναντι κρίσεων που η ίδια δημιουργεί.
Η επανεκλογή Μακρόν δείχνει ότι η έννοια της σταθεροκρατίας μπορεί να βρει εφαρμογή όχι μόνο σε μικρά εξαρτημένα κράτη, αλλά και σε μια ώριμη δυτικοευρωπαϊκή δημοκρατία. Σε αντίθεση με τις χώρες των Βαλκανίων, δεν τίθεται φυσικά ζήτημα εγκυρότητας της εκλογικής διαδικασίας στη Γαλλία. Η δυσφορία και έλλειψη προοπτικής όμως σε μεγάλο μέρος της γαλλικής κοινωνίας, που ψήφισε για μια ακόμα φορά με μόνο κριτήριο τη μη εκλογή Λεπέν, θυμίζει σε πολλά την απελπισία και τον κυνισμό που επικρατούν στην ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Η σημαντικότερα ομοιότητα της Γαλλίας με τις σταθεροκρατίες των Βαλκανίων, όμως, είναι η στρατηγική της διαρκούς από-τα-πάνω παραγωγής κρίσεων και πολώσεων. Αρκεί να απαριθμήσει κάποιος την υπερπροσφορά πολιτικού δράματος μέσα σε πέντε μόλις χρόνια προεδρίας Μακρόν: από τον περιβαλλοντικό φόρο που οδήγησε στην έκρηξη των Κίτρινων Γιλέκων, στη μάχη κατά του ισλαμικού «σεπαρατισμού» που έστρωσε τον δρόμο για το φαινόμενο Ζεμούρ, και από την επιθετική ρητορική έναντι των αντιεμβολιαστών, που τους νομιμοποίησε ως συνομιλητή της εξουσίας, στην αμφιβόλου χρησιμότητας προσωπική διπλωματία με τον Πούτιν. Όλες τους πρωτοβουλίες σχεδιασμένες για να σκιαγραφήσουν καρικατούρες πολιτικής αστάθειας και αντιπαλότητας («λαϊκιστές», «πράκτορες του Πούτιν», «αρνητές εμβολίου»), παρά να επιλύσουν τα προβλήματα των απλών ψηφοφόρων.
Πολλοί έχουν συνηθίσει να βλέπουν την ψήφο για πολιτικούς τύπου Λεπέν ως ψήφο της οργής και του ριζοσπαστισμού. Μήπως όμως ισχύει το αντίθετο; Επιζητεί αστάθεια ο ψηφοφόρος που δυσανασχετεί για τον πληθωρισμό, την ενεργειακή κρίση, τα κόστη της πράσινης μετάβασης και του πολέμου στην Ουκρανία, γενικά όλες τις σαρωτικές αλλαγές που παρουσιάζονται ως αναπόφευκτες ή ακόμα και αναγκαίες; Ή μήπως στα μάτια του είναι ακριβώς πολιτικοί τύπου Μακρόν που είναι φορείς μιας μόνιμης αβεβαιότητας, πηγή ενός συνεχούς φόβου για αποφάσεις που λαμβάνονται άνωθεν, χωρίς να εξηγείται το πώς και το γιατί;
Η μετατροπή των εκλογών από διαδικασία έκφρασης της λαϊκής βούλησης σε μια ιδιότυπη ομηρία της κοινωνίας από τις πολιτικές ελίτ, θα έπρεπε να μας προβληματίζει όλους. Στη Γαλλία η ακροδεξιά πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό της στην ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης, και στον πρώτο γύρο σχεδόν 60% του εκλογικού σώματος αποδοκίμασε μερικώς ή πλήρως τις κυρίαρχες επιλογές. Και όμως, το εκλογικό αποτέλεσμα επιτρέπει τη συνέχιση πολιτικών που απορρίφθηκαν σχεδόν δημοψηφισματικά. Όταν οι εκλογές τελικά εξυπηρετούν περισσότερο στην «ανακούφιση» της διεθνούς κοινής γνώμης παρά την πολιτική έκφραση αυτών που ψηφίζουν, πόσο διαφέρει μια μεγάλη δημοκρατία όπως η Γαλλία από προτεκτοράτα τύπου Βοσνίας και Κοσόβου; Και πόσο αποτελεί μια τέτοια στρατηγική «εγγύηση σταθερότητας» όταν η νομιμοποίηση των κυρίαρχων επιλογών βασίζεται σε μια διαρκή πόλωση με τις «δυνάμεις του χάους» που συμμετέχουν σε εκλογές, είναι όμως αδιανόητο να τις κερδίσουν;
Το παραπάνω επιχείρημα ίσως να φαίνεται υπερβολικό. Και όμως, αυτός είναι ένας μόνο από τους πολλούς τρόπους που οι δυτικές δημοκρατίες θυμίζουν όλο και περισσότερο μη δυτικά προβληματικά εκλογικά καθεστώτα που κάποτε θεωρούνταν πηγή διεθνούς αστάθειας. Κάποτε οι δυνάμεις της Δύσης, και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, ήταν αυτές που επηρέαζαν εκλογικά αποτελέσματα σε άλλες χώρες. Σήμερα είναι οι εκλογές στη Δύση που αποτελούν στόχο εξωτερικής παρέμβασης και παραπληροφόρησης από δυνάμεις όπως η Ρωσία. Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, κύρια πηγή ανησυχίας ήταν ότι σε κοινωνίες της Ασίας και της Αφρικής η εκλογική δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει λόγω ισχυρών εθνοτικών και φυλετικών ταυτίσεων που κατακερματίζουν το εκλογικό σώμα. Σήμερα όμως είναι οι δυτικές κοινωνίες που λειτουργούν με «φυλετικούς» όρους, στη βάση εθνικών χαρακτηριστικών ή προσωπικών ταυτοτήτων, οδηγώντας σε ιδεολογική πόλωση και εκλογικό κατακερματισμό.
Και τέλος, κάποτε η Δύση βρισκόταν αντιμέτωπη με το ηθικό δίλημμα «δημοκρατία ή σταθερότητα» όταν έβλεπε διαδικασίες εκδημοκρατισμού σε μη δυτικές χώρες που η ίδια ενθάρρυνε να παράγουν το λάθος αποτέλεσμα – κλασικά παραδείγματα οι εφιαλτικές νίκες Ισλαμιστών στην Αλγερία το 1991 και την Παλαιστίνη το 2006. Σήμερα, οι δυτικές ελίτ αντιμετωπίζουν τους δικούς τους ψηφοφόρους με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζαν κάποτε τους λαούς στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Οι σημερινοί «άγριοι» είναι πια οι λαοί της Δύσης, με τους οποίους οι ίδιοι οι ταγοί τους παίζουν πολιτικό κρυφτό κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια για να αποφευχθεί και αυτήν τη φορά, μέχρι την επόμενη, το εκλογικό ατύχημα.