Μπορείτε να εντοπίσετε τη διαφορά μεταξύ ενός ALICE και ενός HENRY; Είσαι πολύ μεγάλος για να ξέρεις τους DINKs; Μήπως είστε…FIRE;
Η αμερικανική οικονομία τον τελευταίο κατακλύζεται από αργκό αρκτικόλεξα για να προσδιορίσει τις οικονομικές φυλές. Ορισμένα από αυτά υπάρχουν εδώ και χρόνια. Άλλα είναι τελευταίας κοπής
Η επιρροή των πλατφορμών όπως το TikTok, εξηγεί γιατί ορισμένοι όροι έχουν αυξηθεί σε δημοτικότητα τον τελευταίο καιρό.
Ο Kory Kantenga, ανώτερος οικονομολόγος στο LinkedIn, ανέδειξε ως σημείο καμπής τον όρο «Μεγάλη παραίτηση» – την οποία ορισμένοι μετονόμασαν σε «Μεγάλη αναδιάταξη». Ο όρος επινοήθηκε το 2021 από τον Anthony Klotz, τότε αναπληρωτή καθηγητή διοίκησης στο Texas A&M, και βοήθησε να ανοίξει η πόρτα για μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τις δουλειές και τα οικονομικά των Αμερικανών. Εύκολα όμως μπορεί να αντιπροσωπεύσει τις οικονομικές φυλές παγκοσμίως.
H πρόσφατη δημοτικότητά τους υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι θέλουν να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο εντάσσονται στην ευρύτερη οικονομία πέρα από τις τυπικές μετρήσεις.
Το Business Insider συνέταξε ένα μίνι λεξικό των συγκεκριμένων όρων. Ιδού μερικοί από αυτούς:
ALICE (Asset Limited, Income Constrained, Employed – Περιορισμένα περιουσιακά στοιχεία, περιορισμένο εισόδημα, μισθωτός))
Οι ALICE έχουν κολλήσει στη χώρα του μηδενός. Το εισόδημά τους τους τοποθετεί πάνω από το ομοσπονδιακό όριο φτώχειας – 31.200 δολάρια για μια τετραμελή οικογένεια ή 15.060 δολάρια για ένα άτομο – και πολύ μακριά από το όριο για να πληρούν τις προϋποθέσεις για κρατικές παροχές όπως κουπόνια τροφίμων, βοήθεια ενοικίου ή Medicaid.
Οι ALICEs είναι κυρίως μεγαλύτεροι ή νεότεροι εργαζόμενοι, εκπροσωπούνται από όλες τις φυλετικές ομάδες, αλλά είναι πιο πιθανό να είναι μαύροι ή ισπανόφωνοι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης United Way, η οποία επινόησε τον όρο το 2009, δείχνουν ότι περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού έπεσε κάτω από το όριο ALICE το 2021.(σσ: περιλαμβάνει επίσης τα άτομα που ζουν σε συνθήκες φτώχειας).
DINK (Double Income, No Kids – Διπλάσιο εισόδημα, χωρίς παιδιά)
Ίσως το πιο δημοφιλές ακρωνύμιο από όλα, το DINK, ένας όρος-ομπρέλα για τα ζευγάρια με υψηλά εισοδήματα, που είναι σίγουροι ότι δεν θα κάνουν ποτέ παιδιά, για εκείνα που δεν θέλουν παιδιά αυτή τη στιγμή και για εκείνα που αισθάνονται ότι η οικονομική τους κατάσταση καθορίζει αν μπορούν να κάνουν παιδιά. Υπάρχουν ακόμη και παρακλάδια, όπως το DINKWAD, το οποίο βάζει στο “κάδρο” και τον σκύλο.
Ο όρος υπήρχε τη δεκαετία του 1980, όταν ο παλιομοδίτικος όρος γιάπης κυριαρχούσε στην κουλτούρα.
Σε ένα άρθρο του 1987, οι Los Angeles Times χρησιμοποίησαν τον όρο “DINK” για να περιγράψουν μια νέα τάξη των baby boomers χωρίς παιδιά που απολάμβαναν τον πλούτο τους. Σκεφτείτε τον Mr.Big και την Carrie από το “Sex in the City” να πίνουν ατελείωτα μαρτίνι, και γεμίζουν τις ντουλάπες τους με ακριβά παπούτσια.
FIRE: ( Financial Independence, Retire Early – Οικονομική Ανεξαρτησία, Πρώιμη Συνταξιοδότηση)
Η Chrissy Arsenault, μια 31χρονη διευθύντρια μάρκετινγκ στο Κολοράντο, επιδιώκει τον τρόπο ζωής FIRE από τα μέσα της δεκαετίας του 20, όταν η ίδια και ο σύζυγός της έμαθαν για το κίνημα αυτό στο διαδίκτυο. Τα τελευταία χρόνια, έχουν αυξήσει τη συνολική τους περιουσία σε περίπου 800.000 δολάρια. Η Arsenault δήλωσε ότι ο στόχος τους είναι να αποκτήσουν περίπου 2,5 εκατομμύρια δολάρια σε συνολικές επενδύσεις και να συνταξιοδοτηθούν σε 10 έως 15 χρόνια.
Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι που έχουν αγκαλιάσει το κίνημα FIRE προσπαθούν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους ώστε να επιτύχουν οικονομική ελευθερία και να συνταξιοδοτηθούν όσο το δυνατόν νωρίτερα – αν και ορισμένοι επιλέγουν να συνεχίσουν να εργάζονται.
Για την Arsenault, η πρόωρη συνταξιοδότηση σημαίνει ελευθερία σε νεότερη ηλικία. “Η συνταξιοδότηση στα 65 και άνω δεν ακούγεται ελκυστική”, είπε, συνοψίζοντας την οικονομική στρατηγική του ζευγαριού ως «ξοδεύω λιγότερα, βγάζω περισσότερα και επενδύω ακόμη περισσότερα».
HENRY: (High Earner, Not Rich Yet – Υψηλόμισθος, όχι πλούσιος- ακόμα)
Χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός HENRY είναι η επιθυμία του να μην είναι πλέον HENRY.
Οι HENRYs είναι επικεντρωμένοι στα οικονομικά τους και προσπαθούν πάντα να φτάσουν στην επόμενη οικονομική βαθμίδα.
Ο όρος φαίνεται να ξεκίνησε το 2003. Οι σημερινοί HENRYs είναι συνήθως μεταξύ 27 και 42 ετών, ζουν σε μητροπολιτικές περιοχές και κερδίζουν 80.000 έως 500.000 δολάρια, ανάλογα με τον τόπο διαμονής τους.
Αυτά μπορεί να φαίνονται πολλά χρήματα για τον μέσο άνθρωπο, αλλά οι HENRYs συχνά δεν αισθάνονται πλούσιοι και η σύνεση γύρω από τις δαπάνες και την αποταμίευση είναι κοινή.
(Οι ακριβείς οικονομικοί παράμετροι ενός HENRY είναι δύσκολο να καθοριστούν και φαίνεται να βασίζονται περισσότερο στις διαθέσεις παρά σε μια συγκεκριμένη φορολογική κλίμακα).
Πάρτε τον Christopher Stroup, έναν 33χρονο οικονομικό σύμβουλο στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, ο οποίος κέρδισε πέρυσι περίπου 130.000 δολάρια. Ο Stroup δήλωσε ότι δεν αισθάνεται πλούσιος. Εξακολουθεί να αποπληρώνει το φοιτητικό του χρέος, ενώ προσπαθεί να επιτύχει τους αποταμιευτικούς του στόχους για την προκαταβολή ενός σπιτιού, τη δημιουργία οικογένειας και τη συνταξιοδότησή του.
«Δεν θα θεωρούσα τον εαυτό μου πλούσιο ακόμα, επειδή δεν έχω πετύχει κανέναν από αυτούς τους στόχους. Αισθάνομαι πίσω οικονομικά», δηλώνει.
HIFI (High Income, Financially Insecure- Υψηλό εισόδημα μετά…οικονομικής ανασφάλειας
Το HIFI είναι το νεότερο ακρωνύμιο που προστέθηκε στο “κλαμπ”. Η Sherwood News το περιέγραψε ως αντιπροσωπευτικό των ανθρώπων που βγάζουν καλά χρήματα αλλά παραμένουν οικονομικά ανασφαλείς λόγω υπερβολικών δαπανών.
Οι HIFIs χαρακτηρίζονται από τις τρελές δαπάνες και την εμμονή τους με αντικείμενα και εμπειρίες που αποπνέουν πολυτέλεια.
Οι πανδημικές επιταγές για ψυχολογική τόνωση, οι διαδικτυακές αγορές και οι δυνατότητες «αγοράζω τώρα, πληρώνω αργότερα» έχουν συμβάλει στην ενίσχυση των δαπανών των HIFIs τα τελευταία χρόνια.
Αλλά παρότι οι κρατικές επιδοτήσεις έχουν εξαφανιστεί προ πολλού, και ο πληθωρισμός και το κόστος ζωής έχουν αυξηθεί, οι HIFIs δεν έχουν περιορίσει τις χλιδάτες δαπάνες τους – με αποτέλεσμα ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ των φιλοδοξιών τους και της οικονομικής τους πραγματικότητας.
naftemporiki.gr