Στην προστασία και ανάδειξη του Πεισιστράτειου Τείχους στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας με την τοποθέτηση νέων στεγάστρων επί των σωζόμενων τμημάτων ωμοπλινθοδομών του τείχους, προχωρά το Υπουργείο Πολιτισμού.
Με στόχο έναν ορθολογικό σχεδιασμό που να ικανοποιεί συγχρόνως τις απαιτήσεις προστασίας του μνημείου και της αρμονικής ένταξης των στεγάστρων στον αρχαιολογικό χώρο, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο γνωμοδότησε ομόφωνα θετικά επί της αρχιτεκτονικής μελέτης των στεγάστρων και της μελέτης στατικής επάρκειάς τους.
Όπως δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, «Η σπουδαιότητα του Πεισιστράτειου Τείχους είναι πολύ μεγάλη, καθώς αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα παραδείγματα οχυρωματικών κατασκευών από μη ψημένους πλίνθους. Εκατό και πλέον χρόνια μετά την αποκάλυψή τους, οι αρχικά σαφείς όγκοι έχουν σε πολλές θέσεις απωλέσει σημαντικό μέρος της μάζας τους, ενώ οι αρμοί είναι δυσδιάκριτοι.
Όπως τεκμηριώθηκε από τη μελέτη, τα υπάρχοντα στέγαστρα δεν παρέχουν την απαιτούμενη προστασία από τα καιρικά φαινόμενα. Με την τοποθέτηση νέων στεγάστρων επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή προστασία των καταλοίπων έναντι των καιρικών συνθηκών και η ανάδειξη της αξίας του μνημείου. Καθώς οι συνέπειες της κλιματική αλλαγής καθίστανται ολοένα και πιο ορατές, οφείλουμε να λάβουμε μέτρα πρόληψης των επιπτώσεων. Η προστασία του Πεισιστράτειου Τείχους αποτελεί μια επιπλέον επέμβαση στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, όπου ήδη εκτελείται ένα σύνθετο έργο, που περιλαμβάνει την αναδιαμόρφωση της εισόδου, τη σύνδεσή του με την Πλατεία Ηρώων, τη δημιουργία νέας διαδρομής για τα ΑμεΑ, καθώς και τη συνολική βελτίωση υποδομών και υπηρεσιών προς τους επισκέπτες.
Στόχος μας είναι ο χώρος να καταστεί περισσότερο προσβάσιμος, κατανοητός και ευανάγνωστος για το ευρύ κοινό. Καθώς στην ουσία βρίσκεται εντός του αστικού ιστού, επιδιώκουμε μια πιο στενή και οργανική σχέση με την πόλη».
Το Πεισιστράτειο Τείχος με το οποίο στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. τειχίστηκε για πρώτη φορά η πόλη της Ελευσίνας και το Ιερό, είναι κατασκευασμένο από ωμοπλίνθους. Το Πεισιστράτειο Τείχος γνώρισε τρεις διαφορετικές συνθήκες λειτουργίας στην μακραίωνη ιστορία του: α) ως οχυρωματικός περίβολος, β) ως ανάλημμα και ως τμήμα επίχωσης και γ) ως ανεσκαμμένο κατάλοιπο μερικώς ή πλήρως εκτεθειμένο.
Στόχος της μελέτης είναι η προστασία του μνημείου από τη διαβρωτική επίδραση του ανέμου, της βροχής και των ακραίων θερμοκρασιών. Ο σχεδιασμός έχει ως γνώμονα την ομαλή ένταξη των στεγάστρων στο περιβάλλον του αρχαιολογικού χώρου, αλλά και την ανάδειξη της σπουδαιότητα του μνημείου.
Τα προσδοκώμενα οφέλη από τη συνολική μόνιμη στέγαση του μνημείου είναι, επίσης, η διαμόρφωση ηπιότερων συνθηκών μικροκλίματος, φωτισμού και αερισμού, αλλά και ο περιορισμός του εύρους και της ταχύτητας μεταβολής των θερμοκρασιών. Προκειμένου να μη διαταραχθεί το άμεσο περιβάλλον, ο σχεδιασμός της έκτασης των στεγάστρων προστασίας περιορίζονται αυστηρά στα όρια του μνημείου με σκοπό αφενός την εναρμόνισή τους με τους άξονες της κάτοψης του υποκείμενου μνημείου αφετέρου την ενίσχυση της έννοιας της συνέχειας των ευρημάτων, τα οποία αν και μπορεί να είναι διακοπτόμενα ή και σε απόσταση μεταξύ τους, αποτελούν κομμάτια του ίδιου συνόλου.
Για την πλαϊνή κάλυψη του μνημείου προτείνεται η χρήση υαλοπινάκων σε σύστημα σημειακής στήριξης. Επιπλέον, λαμβάνεται υπόψη το ύψος του «Κιμώνειου τείχους», το οποίο συνορεύει προς τα νότια, για να μην επηρεαστεί αρνητικά από την επέμβαση.