Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Με αμείωτο ρυθμό συνεχίζεται η μαζική έξοδος των μεγάλων επιχειρήσεων από τη Ρωσία στον απόηχο των κυρώσεων, γεγονός που -σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό των θαλάσσιων και αεροπορικών μεταφορών- δημιουργεί δυσβάσταχτο βάρος στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, που προσπαθεί να ξεπεράσει την κρίση της πανδημίας.
Η αποχώρηση των ξένων επιχειρήσεων ακυρώνει επενδύσεις τριών δεκαετιών μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οπότε ξένες επιχειρήσεις είδαν τεράστιες ευκαιρίες -μία μαζική νέα αγορά εκατομμυρίων καταναλωτών με πλούσιες πρώτες ύλες και πετρέλαιο-, σπεύδοντας να αγοράσουν, να πωλήσουν και να συνεργαστούν με ρωσικές εταιρείες.
Την αρχή έκανε η ΒΡ, δείχνοντας τον δρόμο και σε άλλους ενεργειακούς κολοσσούς. Η Shell ακολούθησε το βράδυ της Δευτέρας, ανακοινώνοντας τον τερματισμό συνεργασιών της με την Gazprom, συμπεριλαμβανομένων της εγκατάστασης LNG στο κοίτασμα Σαχαλίν ΙΙ και της ανάμιξής της στο σχέδιο του Nord Stream 2. Από κοντά και η γαλλική TotalEnergies, η οποία γνωστοποίησε ότι δεν θα παράσχει πλέον κεφάλαιο για νέα προγράμματα στη Ρωσία, ενώ η δανική Orsted σταμάτησε να προμηθεύει τις ρωσικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με άνθρακα και βιομάζα, αν και θα συνεχίσει να αγοράζει φυσικό αέριο από την Gazprom στο πλαίσιο του μακροπρόθεσμου συμβολαίου της. Αντίο στη Ρωσία λέει η Εxxon Mobil, ενώ και η Eni εγκαταλείπει τον αγωγό BlueStream.
Τέλος στις πωλήσεις προϊόντων της στη Ρωσία ανακοίνωσε και ο τεχνολογικός κολοσσός Apple.
Από τις αυτοκινητοβιομηχανίες, η Daimler Truck ανακοίνωσε ότι θα «παγώσει» τις δραστηριότητές της στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης και της συνεργασίας της με τη ρωσική κατασκευάστρια φορτηγών Kamaz, ενώ η Mercedes-Benz εξετάζει διάφορες νομικές επιλογές για να αποεπενδύσει το μερίδιο 15% που διακρατεί στην Kamaz όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Η σουηδική Volvo θα αναστείλει παραδόσεις οχημάτων στη ρωσική αγορά, όπως και η General Motors, η Jaguar Land Rover, η Mitsubishi και η Harley-Davidson. H Renault, από τις πλέον εκτεθειμένες επιχειρήσεις της Δύσης στη Ρωσία, θα αναστείλει μέρος των δραστηριοτήτων της σε εργοστάσια συναρμολόγησης την επόμενη εβδομάδα, ειδικά μετά τις ελλείψεις σε ανταλλακτικά μέρη.
Στον τραπεζικό τομέα, η αυστριακή Raiffeisen Bank International εξετάζει το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει τη Ρωσία, σύμφωνα με πηγές, αποτελώντας την πρώτη ευρωπαϊκή τράπεζα που δείχνει τον δρόμο της εξόδου μετά την εισβολή στην Ουκρανία, σύμφωνα με το Reuters. Η νορβηγική τράπεζα Nordea αναστέλλει τις συναλλαγές επενδυτικών funds με μεγάλη έκθεση στη Ρωσία, ενώ οι Mastercard και Visa ανακοίνωσαν ότι θα μπλοκάρουν συγκεκριμένη ρωσική δραστηριότητα από τα δίκτυα πληρωμών τους προκειμένου να συμμορφωθούν με τις διεθνείς κυρώσεις. Από τις αμερικανικές τράπεζες, η Citigroup είναι η περισσότερο εκτεθειμένη στη Ρωσία μέσω δανείων, κρατικού χρέους και άλλου ενεργητικού, που υπολογίζονται στα 10 δισ. δολάρια.
Στη λίστα προστίθεται επίσης ο σουηδικός βιομηχανικός όμιλος Sandvik, οι εταιρείες logistics United Parcel Service, FedEx και Deutsche Post, οι Ericsson και Nokia, η εταιρεία χημικών Kemira της Φινλανδίας, η κατασκευάστρια laptop Dell Technologies, η εταιρεία αθλητικών ειδών Adidas και τα στούντιο του Χόλιγουντ Warner Bros και Sony Pictures Entertainment. Σε εξέλιξη βρίσκεται και το παγκόσμιο μποϊκοτάζ του εθνικού ποτού της Ρωσίας, της βότκας, με κάποιες πολιτείες στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία και χώρες Σκανδιναβικές και της Βαλτικής να απαγορεύουν τις πωλήσεις της. Και όλα αυτά, την ώρα που η παγκόσμια αλυσίδα τροφοδοσίας, η οποία προσπαθεί ήδη να «αναρρώσει» από την κρίση της πανδημίας, βρίσκεται αντιμέτωπη με νέο «κύμα» διαταραχών και αύξησης του κόστους, λόγω των απαγορεύσεων στις εναέριες και θαλάσσιες μεταφορές. Οι μεταφορές μεταξύ Ευρώπης και Βόρειας Ασίας, όπως Ιαπωνία, Ν. Κορέα και Κίνα, είναι οι πρώτες που θα πληγούν μετά τους περιορισμούς που επέβαλαν η Ε.Ε. και η Ρωσία αντίστοιχα στις πτήσεις αεροπορικών εταιρειών. Οι αερομεταφορές που διακινούν το 20% των παγκόσμιων μεταφορών μέσω αιθέρων έχουν επηρεαστεί από τις απαγορεύσεις, αναφέρει ο Φρεντερίκ Χορστ, γενικός διευθυντής της Gargo Facts Consulting. Επιπλέον, οι ναύλοι στις αεροπορικές εμπορευματικές μεταφορές είναι αυξημένοι περισσότερο από 150% από τα επίπεδα του 2019, σύμφωνα με την ΙΕΑ.
Καμπανάκι για τα τρόφιμα
Την ίδια στιγμή, η νορβηγική εταιρεία λιπασμάτων Yara International προειδοποίησε ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία απειλεί την παγκόσμια προσφορά σε τρόφιμα, καλώντας τη διεθνή κοινότητα να περιορίσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία σε πρώτες ύλες για τον γεωργικό κλάδο. Η Ρωσία και η Ουκρανία αποτελούν κορυφαίους εξαγωγείς σε ορισμένα από τα πιο γνωστά παρασιτοκτόνα στον κόσμο, εκπροσωπώντας επίσης από κοινού το 29% των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών, το 19% της παγκόσμιας προσφοράς αραβοσίτου και το 80% των παγκόσμιων εξαγωγών ηλιέλαιου.
Δραματική είναι η προειδοποίηση του Ντέιβιντ Μπίσλεϊ, γενικού διευθυντή του Παγκόσμιου Προγράμματος Τροφίμων (WFP), ο οποίος είπε την προηγούμενη εβδομάδα ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει δραματικό αντίκτυπο στη δυνατότητα του οργανισμού να προσεγγίσει τα 120 εκατ. ανθρώπους στους οποίους χορηγεί τρόφιμα, σημειώνοντας ότι η αύξηση του κόστους ειδών διατροφής, καυσίμων και θαλάσσιων μεταφορών θα «εκτιναχθεί στα ύψη», γεγονός που θα σημάνει «απόλυτη καταστροφή». Η Yara έκανε λόγο για ένα μη βιώσιμο σύστημα ειδών διατροφής, που θα οδηγήσει σε πείνα και σε διενέξεις σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.