Της Μαργαρίτας Αντωνάκη,
γενικής διευθύντριας Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδας
H ιδιωτική ασφάλιση υγείας στην πατρίδα μας μετρά περίπου σαράντα έτη λειτουργίας. Ο χαρακτήρας της, απ’ όταν πρωτοξεκίνησε μέχρι και σήμερα, σε αντίθεση με την κοινωνική ασφάλιση που είναι υποχρεωτική, είναι αμιγώς εθελοντικός, συνιστά, δηλαδή, προσωπική επιλογή των πολιτών. Οι πολίτες που διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση, δεν απαλλάσσονται των εισφορών προς το ταμείο της κοινωνικής τους ασφάλισης, αλλά ούτε τυγχάνουν κάποιας φορολογικής απαλλαγής για τα ασφάλιστρα που καταβάλλουν για το ασφαλιστήριό τους, επί του οποίου μάλιστα φέρουν την επιβάρυνση του Φόρου Ασφαλίστρων, ο οποίος ανέρχεται στο 15%.
Περαιτέρω αξίζει να δει κανείς τι «αγοράζουν» εντέλει οι καταναλωτές με ένα ασφαλιστήριο υγείας. Με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΕΑΕΕ, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών που έχουν εμπιστευθεί την ιδιωτική ασφάλιση υγείας διαθέτουν, οπωσδήποτε, νοσοκομειακή κάλυψη, η οποία συμπληρώνεται τις περισσότερες φορές και από εξωνοσοκομειακή, η οποία τα τελευταία ειδικά έτη εμφανίζει αυξανόμενη ζήτηση. Η εικόνα αυτή ασφαλώς σχετίζεται με τις εντεινόμενες δυσκολίες πρόσβασης και εξυπηρέτησης, τις οποίες αντιμετωπίζουν οι συμπολίτες μας στις υπηρεσίες δευτεροβάθμιας, αλλά και πρωτοβάθμιας πλέον περίθαλψης που διατίθενται στο πλαίσιο της κοινωνικής τους ασφάλισης.
Τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής ύφεσης, οι ασφαλίσεις υγείας, παρά τα μειωμένα εισοδήματα, έλαβαν την υψηλότερη, μάλλον, θέση στην αξιολόγηση των αναγκών από τους ίδιους τους πολίτες, όσες φορές ερωτήθηκαν σε σχετικές έρευνες. Η δε αντοχή που επέδειξαν τα ενεργά ασφαλιστήρια υγείας κατά την ίδια περίοδο το απέδειξε και έμπρακτα. Οι αποζημιώσεις που πληρώθηκαν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις για τους ασφαλισμένους τους, κατά τα ίδια έτη, ομοίως! Καταδεικνύουν το ίδιο: υπάρχουν ακάλυπτες ανάγκες των κοινωνικά ασφαλισμένων, τις οποίες, για κάποιους εξ αυτών, καλύπτει η ιδιωτική ασφάλιση υγείας.
Συνιστά όμως η ύπαρξη της ιδιωτικής ασφάλισης ως έχει σήμερα μια μορφή συνεργασίας με την κοινωνική αντίστοιχή της; Από το γεγονός και μόνο ότι έρχεται να καλύψει ανάγκες που δεν εξυπηρετούνται από την κοινωνική, νομίζουμε ότι δεν αφήνει περιθώρια, παρά για μια θετική απάντηση. Ναι, είναι μια μορφή συνεργασίας, θα λέγαμε. Άτυπης μεν, συνεργασίας δε.
Ποιοι και πώς ωφελούνται από την άτυπη αυτή συνεργασία θα ήταν ένα παρεπόμενο ερώτημα.
Πρώτα απ’ όλα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, θα απαντούσε οποιοσδήποτε. Δεν θα διαφωνήσουμε. Ναι, αυτή είναι η επαγγελματική τους δραστηριότητα. Η πώληση ασφαλίσεων. Και αυτή η άτυπη μορφή συνεργασίας έχει και θετικά στοιχεία για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Κάνουν, όμως, αυτό που πραγματικά μπορούν; Τους επιτρέπει το ισχύον «μοντέλο συνεργασίας» να αξιοποιήσουν την τεχνογνωσία που διαθέτουν ικανοποιητικά; Τους επιτρέπει το άτυπο αυτό μοντέλο να προσεγγίσουν όλη την ελληνική κοινωνία; Όχι, δεν επιτρέπεται στην ιδιωτική ασφάλιση κανένα από τα ανωτέρω, υπό τις παρούσες συνθήκες.
Θα υποστηρίζαμε ότι οι πρώτοι που ωφελούνται είναι οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι καλύπτουν εκείνες τις ανάγκες τους που δεν μπορεί να ικανοποιήσει η κοινωνική ασφάλισή τους, είτε αυτές είναι η ταχύτητα εξυπηρέτησής τους για μια νοσηλεία χωρίς αναμονή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο, που είναι αναπόφευκτη στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, είτε η πρόσβαση σε σύγχρονη ιατρική τεχνολογία και μεθόδους θεραπείας, τα οποία είναι διαθέσιμα στις ιδιωτικές κλινικές, παρά στα δημόσια νοσοκομεία, είτε είναι η συγχρηματοδότηση της νοσηλείας τους σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο, για τους λόγους που προαναφέραμε, τόσο από την κοινωνική όσο και από την ιδιωτική ασφάλιση.
Ποιος άλλος ωφελείται, όμως, από αυτή την άτυπη συνεργασία; Μήπως ωφελείται και το δημόσιο σύστημα και η κοινωνική ασφάλιση; Θα απαντήσουμε ναι και θα συμπληρώσουμε και τα έσοδα του κράτους.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Με τη χρήση της ιδιωτικής ασφάλισης και της περίθαλψης των πολιτών από ιδιώτες παρόχους υγείας, που κατά βάση εξυπηρετούν τους ασφαλισμένους που διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση, αποφορτίζεται το ΕΣΥ, άμεσα.
Περαιτέρω, η νοσηλεία σε ιδιωτική κλινική κοινωνικά ασφαλισμένων αποζημιώνεται πάντα με μειωμένα ΚΕΝ (-50% ή -30%), σε σχέση με τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, άρα κοστίζει λιγότερο στους ΟΚΑ. Με τη χρήση ιδιωτικής ασφάλισης για υπηρεσίες υγείας δημιουργείται σημαντικός φορολογητέος όγκος υπηρεσιών και αγαθών, άρα έσοδα για το κράτος. Δεν υπάρχουν άτυπες πληρωμές στο πλαίσιο των υπηρεσιών και αγαθών που καλύπτονται από την ιδιωτική ασφάλιση.
Από την ύπαρξη της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, όπως προείπαμε, το κράτος εισπράττει 15% των ασφαλίστρων που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι.
Και πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, θα ρωτούσαμε: μήπως από την ύπαρξη της ιδιωτικής ασφάλισης ωφελείται και η ίδια η ιδιωτική αγορά υγείας; Και θα απαντούσαμε και πάλι θετικά. Η ιδιωτική αγορά υγείας καθίσταται προσβάσιμη και έχει μεγαλύτερη διείσδυση στην ελληνική κοινωνία χάρη στην ιδιωτική ασφάλιση. Τούτο ξεκάθαρα διευρύνει την πελατειακή της βάση και τον κύκλο εργασιών της, ενώ οι οικονομικές της συναλλαγές στο πλαίσιο της ιδιωτικής ασφάλισης, εξασφαλίζουν ρευστότητα και βραχύ, σε σχέση με τις συναλλαγές με την κοινωνική ασφάλιση, ταμειακό κύκλο. Αυτά, συμβάλλουν, ώστε η ελληνική ιδιωτική αγορά υγείας να μπορεί να επενδύει, να εισάγει την πλέον εξελιγμένη ιατρική τεχνολογία και μεθόδους διάγνωσης και θεραπείας και να τα διαθέτει στους πολίτες της χώρας μας.
Διερωτάται, ωστόσο, κανείς: μόνο όσοι διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση υγείας, δηλαδή μόνο περίπου το 10% του πληθυσμού, έχει ανάγκες οι οποίες δεν καλύπτονται από την κοινωνική ασφάλιση; Η απάντηση είναι αδιαμφισβήτητη και δίνεται από τα δημοσιευμένα στοιχεία του Συστήματος Λογαριασμών Υγείας της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν διαρκή μείωση της χρηματοδότησης της συνολικής δαπάνης υγείας από το 2011 έως και το 2015. Δείχνουν, λοιπόν, μείωση η οποία, ωστόσο, προέρχεται από την υποχώρηση της χρηματοδοτικής εισφοράς, από πλευράς τόσο των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, όσο και από τον Γενικό Προϋπολογισμό του κράτους. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο η ιδιωτική χρηματοδότηση των δαπανών υγείας ειδικά από το 2012 και εξής εμφανίζει αύξηση.
Και αναπόφευκτα έρχομαι στο δεύτερο ερώτημα που διατύπωσα αρχικά: εάν η ύπαρξη της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, όπως λειτουργεί σήμερα, είναι μια μορφή συνεργασίας, είναι η καλύτερη δυνατή που μπορεί να υπάρξει;
Για να απαντήσει κάποιος στο παραπάνω ερώτημα, εκτός από τα δεδομένα της παρούσας κατάστασης, που αναφέραμε, θα ήταν καλό να αναλογιστεί και τη κατάσταση, όπως διαμορφώνεται στο μέλλον.
Μεταξύ των βασικότερων που θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη, αναφέρουμε την αύξηση της μακροβιότητας, την αύξηση των ασθενειών και ακόμη την εμφάνιση νέων τύπων νοσηρότητας και μακροχρόνιων νοσημάτων, αλλά και την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, των μεθόδων θεραπείας και της ιατρικής τεχνολογίας.
Μελέτη έχει δείξει ότι κάθε τέσσερα χρόνια κερδίζουμε ένα χρόνο παραπάνω ζωής. Το ότι ζούμε παραπάνω, ας μη γελιόμαστε, το οφείλουμε στην εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης και της τεχνολογίας που χρησιμοποιεί. Η εξέλιξη, όμως, αυτή δεν έρχεται χωρίς κόστος. Αντίθετα, κοστίζει πολύ. Η ιατρική επιστήμη εξελίσσεται, θα συνεχίσει να εξελίσσεται και τα αντίστοιχα κόστη θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται. Ποιος θα αναλάβει αυτό το κόστος;
Η παρούσα κατάσταση και όπως αυτή διαμορφώνεται επιτάσσει υπευθυνότητα, ρεαλισμό και άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών για δράση. Η λειτουργία της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, ως έχει σήμερα στη χώρα μας, δεν συνιστά το βέλτιστο μοντέλο συνεργασίας με τον δημόσιο τομέα και την κοινωνική ασφάλιση.
Εντούτοις, μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει σοβαρή πρωτοβουλία ανάληψης σχετικής δράσης, λυπάμαι, που θα το πω, από πλευράς της πολιτείας. Είναι γνωστή η απόπειρα μιας συνεργασίας που προτάθηκε από πλευράς του κράτους το 2011 μεταξύ των νοσοκομείων του ΕΣΥ και των ασφαλιστικών εταιρειών, η οποία, όμως, δεν λειτούργησε, αφού το δημόσιο επέδειξε απροθυμία ή αδυναμία να προβεί στις απαραίτητες βελτιώσεις των υποδομών του και ρυθμίσεις για να λειτουργήσει πραγματικά η συνεργασία εκείνη.
Παρ’ όλα αυτά, οι ασφαλιστές δεν αποκλείουν τη διεύρυνση του δικτύου των προμηθευτών τους και είναι θετικοί σε μια συνεργασία με το δημόσιο, μια συνεργασία, ωστόσο, που θα είναι πραγματικά λειτουργική και θα διασφαλίζει τις απαραίτητες προϋποθέσεις σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων και την ποιότητα των υπηρεσιών. Μια τέτοιου είδους σύμπραξη θα μπορούσε να οδηγήσει, ενδεχομένως, σε διεύρυνση του ασφαλισμένου πληθυσμού, εφόσον και οι οικονομικοί όροι αυτής ήταν σημαντικά ανταγωνιστικοί προς την ιδιωτική αγορά υπηρεσιών υγείας.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η μείωση του τελικού κόστους των ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας και η διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης είναι δυνατό να επιτευχθούν άμεσα και σε ουσιαστικό βαθμό μέσω της άρσης των φορολογικών αντικινήτρων αγοράς των προγραμμάτων αυτών, που είναι σε ισχύ. Πιο συγκεκριμένα, το τελικό κόστος των προγραμμάτων υγείας επιβαρύνεται αυτή τη στιγμή από ένα φόρο ασφαλίστρων της τάξης του 15%, ένα ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο.