Από την αρχαιότητα η επιστήμη ήταν παγκοσμιοποιημένη. Τότε Βαβυλώνιοι, Αιγύπτιοι, Έλληνες δεν είχαν σύνορα στον τομέα αυτό. Ο καθένας πήγαινε να μάθει από τους άλλους και έδινε ό,τι ήξερε. Σήμερα υπάρχει ένας τεράστιος ενιαίος χώρος ερευνητικής δραστηριότητας. Σε κάθε πεδίο έρευνας δημοσιεύουμε όλοι στα ίδια περιοδικά, συναντιόμαστε στα ίδια συνέδρια, κρίνουμε ο ένας τις εργασίες του άλλου, μοιραζόμαστε μεταπτυχιακούς, κονδύλια, επιδιώκουμε τα ίδια βραβεία, κτλ.
Τα σύνορα όμως δεν παύουν να υπάρχουν. Και έτσι δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Υπάρχουν οι καθεδρικοί ναοί και τα ξωκλήσια.
Υπάρχουν χώρες με μεγάλες επιστημονικές κοινότητες, πρωτοποριακούς εξοπλισμούς (δημόσιους και ιδιωτικούς) και γενναία χρηματοδότηση σε κάθε τομέα της έρευνας. Είναι οι μητροπόλεις της επιστήμης και όλοι ξέρουμε το όνομά τους.
Και άλλες που είναι μικρές, περιφερειακές, όπως η δική μας, με αναιμική χρηματοδότηση και μπόλικη γραφειοκρατία. Σε αυτές, κάθε σοβαρό εργαστήριο είναι λίγο – πολύ μόνο του στο πεδίο του, δεν έχει κανέναν δίπλα να ανταλλάσσει καθημερινά απόψεις, να βοηθήσει σε ένα τεχνικό θέμα ή να εκτιμήσει τη δουλειά του και να την προωθήσει. Οι προοπτικές είναι περιορισμένες.
Τι επιλογές έχουμε λοιπόν; Υπάρχουν τρεις.
Η πρώτη λέει «το σπουδαιότερο είναι να ανακαλύψουμε κάτι μόνοι μας, άσχετα αν αυτά που ερευνούμε έχουν ήδη ανακαλυφθεί προ πολλού στις μεγάλες χώρες». Και στις επιλογές, στις αξιολογήσεις κτλ να υπεισέρχονται εκτός των επιστημονικών και «δημοκρατικά» κριτήρια. Δηλαδή να κλειστούμε στα σύνορά μας και τις ιδιομορφίες μας. Όσο κι αν μοιάζει με ανέκδοτο, η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε σοβαρά τη δεκαετία του ’80 στη χώρα μας (και υποφώσκει ακόμη)
Η δεύτερη επιλογή λέει το αντίθετο. Να θεωρούμε τον εαυτό μας σαν προέκταση της επιστημονικής μητρόπολης, να είμαστε επικεντρωμένοι εκεί, να διατηρούμε καθημερινά ενεργό τον ομφάλιο λώρο. Με λίγα λόγια, αν και βρισκόμαστε στην Κρήτη, να ενεργούμε σαν να βρισκόμαστε στην Καλιφόρνια. Αν και παραγωγική, αν και δίνει αξιόλογα εργαστήρια και διεθνούς κύρους επιστήμονες, τα οφέλη για τη χώρα από την επιλογή αυτή είναι μικρά.
Υπάρχει και μια τρίτη επιλογή, που ενσαρκώνεται σε ερευνητικά ιδρύματα όπως το Παστέρ. Ξεκινά από τη διαπίστωση πως η έρευνα που παράγεται στην χώρα μας, σε διεθνές επίπεδο είναι ασήμαντη ποσοτικά. Δεν συνεισφέρει κάτι αναντικατάστατο στη διεθνοποιημένη επιστήμη. Αν δηλαδή, με κάποιο μαγικό τρόπο, εξαφανιζόταν η ελληνική ερευνητική κοινότητα, αν σβήσουν όλα τα papers που έχουμε γράψει εμείς οι εδώ Έλληνες, δεν θα υπάρξει κανένα κενό στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, δεν θα λείψει καμία σημαντική γνώση, καμία εξέλιξη δεν θα ακυρωθεί. Θα λείψουν όμως πολλά από τη χώρα μας. Τι ακριβώς; Η επιστημονική γνώση και η τεχνολογία παράγονται στις μητροπόλεις. Εδώ εισάγεται. Αλλά για να εισαχθεί σωστά, δηλαδή άμεσα και σε υψηλή ποιότητα, πρέπει να υπάρχει ο κατάλληλος δίαυλος επικοινωνίας, ο επιστήμονας – ερευνητής. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη νευροβιολογία. Αν ο νευροβιολόγος μας διατηρεί ένα σύγχρονο ερευνητικό εργαστήριο -όσο μικρό κι αν είναι- και δημοσιεύει αξιόλογες εργασίες, τότε θα αναγνωρίζεται από τα διεθνή κέντρα της επιστήμης του σαν αξιόλογος συνάδελφος, θα επικοινωνεί συχνά και ισότιμα, θα πηγαινοέρχεται στα δικά τους εργαστήρια και πανεπιστήμια. Και μόνο έτσι θα είναι καλός «εισαγωγέας», επιτυχής ενδιάμεσος ανάμεσα εκεί που παράγεται η γνώση και της εδώ εφαρμογής της.
Για να επιτευχθεί όμως αυτό πρέπει ο ερευνητής μας να παράγει έργο υψηλού επιπέδου με διεθνή αναγνώριση. Αυτό είναι το μόνο «διαβατήριό» του για τη μητρόπολη. Πρέπει ταυτόχρονα να διατηρεί τον μηχανισμό διάχυσης της εισαγόμενης γνώσης, εδώ, στην περιφέρεια. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στο Παστέρ, μέλος ενός διεθνούς δικτύου. Έρευνα διεθνούς επιπέδου συνδυάζεται με παροχή υπηρεσιών υγείας (διάγνωση, κέντρα αναφοράς, εμβόλια, συνεργασία με νοσοκομεία, εκπαίδευση κτλ.) στον ίδιο χώρο, στα ίδια εργαστήρια. Και έτσι, εδώ και 100 περίπου χρόνια, εξασφαλίζεται ο ρόλος του ως «ενδιάμεσου» ανάμεσα στους τόπους παραγωγής της γνώσης και τη χώρα μας.